Επιτομή:
Στην εργασία αυτή παρέχονται θεωρητικές (κεφ. 1), κλινικές και νευροαπεικονιστικές
(κεφ. 2) ενδείξεις, υποστηρικτικές μιας θεώρησης
α)της ανάγνωσης ως μη αυτόνομης, υπαγόμενης σε αυτόνομα υποσυστήματα του εγκεφάλου λειτουργίας
β)της αναγνωστικής επάρκειας ως δεξιότητας της οποίας η κατάκτηση, κατ' αναλογίαν προς την επάρκεια στην κατανόηση του προφορικού λόγου, δεν εξαντλείται στην ολοκλήρωση του εγγραμματισμού αλλά, ως προς την διάσταση της κατανόησης, εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Συνακόλουθα, τεκμαίρεται ότι μια συνεπής θεωρία της ανάγνωσης δεν νομιμοποιείται να θεωρεί το στάδιο του εγγραμματισμού ταυτόσημο με την κατάκτηση της ανάγνωσης, αλλά μόνον με την κατάκτηση μιας ειδικότερης λειτουργίας, της αποκωδικοποίησης· και
γ)των αναγνωστικών δυσκολιών σε ένα συνεχές φάσμα μάλλον, παρά σε διπολικού τύπου πλαίσια υγιούς-παθολογικού.
Σε συνάρτηση με τα προηγούμενα αναδεικνύεται η σπουδαιότητα βιολογικών παραγόντων του εγγραμματισμού, όπως τα γονίδια, η ηλικία και το φύλο, των οποίων ο ρόλος παραθεωρείται συστηματικά από τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, με σωρευτικά συν τω χρόνω επακόλουθα για την περαιτέρω ακαδημαϊκή πορεία.
Αντικείμενο της κυρίως έρευνας αποτελεί η μελέτη της επίδρασης του φύλου και της ηλικίας στις πρώιμες αναγνωστικές δεξιότητες. Στο σχολικό στάδιο κατά το οποίο θεωρείται από το σχολικό πρόγραμμα πως έχει ολοκληρωθεί ο εγγραμματισμός (Β' Δημοτικού), κυριότερα ευρήματα είναι ότι
α) τα κορίτσια στην ηλικία αυτή ήδη υπερέχουν σημαντικά στην αποκωδικοποίηση και στη συνολική αναγνωστική ικανότητα, ενώ ελαφρά, αν και μη σημαντική υπεροχή τους καταγράφεται επίσης στις εμπλεκόμενες στην ανάγνωση λειτουργίες της φωνολογικής ενημερότητας, της βραχυπρόθεσμης μνήμης και της κατανόησης·
β) τα μεγαλύτερα (91-95 μηνών) παιδιά πλεονεκτούν σε σχέση με τους μικρότερους (84-90 μηνών) συμμαθητές τους στη γενική αναγνωστική επάρκεια, και κυρίως (:στατιστικώς σημαντικά) στα έργα που εμπλέκουν Ψευδολέξεις, δηλ. 'μη αποθηκευμένες' νοητικές αναπαραστάσεις (και επομένως απαιτούν πιο ανεπτυγμένες δεξιότητες αποκωδικοποίησης).
Τα ανωτέρω ευρήματα επιβεβαιώνουν τις προαναφερθείσες θεωρητικές προβλέψεις σχετικά με τον ιδιαίτερο ρόλο της αποκωδικοποίησης στο συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο και συμβάλλουν στην ερμηνεία των ελλειμμάτων σε συνάρτηση με το επίπεδο αποκωδικοποίησης που απαιτείται από το κατά περίπτωση σύστημα γραφής: ειδικά για το bottom-up στάδιο της ανάγνωσης στα φωνογραφικά -που περιλαμβάνουν τα αλφαβητικά- συστήματα γραφής, εισάγεται η έννοια της μεταποκωδικοποίησης, βάσει της οποίας αναθεωρείται ο ορισμός της ανάγνωσης ως μεταποκωδικοποίηση Χ κατανόηση. Τα προηγούμενα υποστηρίζουν την αναγκαιότητα ειδικότερων κατευθύνσεων στη στοχοθεσία της εκπαιδευτικής πράξης, της κλινικής πρακτικής και της σχετικής έρευνας.