Επιτομή:
Η σεισμολογία ως αντικείμενο αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της γεωλογίας και
περιλαμβάνει την καταγραφή και ανάλυση των πάσης φύσεως σεισμικών και
μικροσεισμικών δονήσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων για τους μηχανισμούς γένεσης των
σεισμών και για τη σύσταση του εσωτερικού της γης, καθώς και την εφαρμογή όλης αυτής
της γνώσης για σκοπούς πολιτικής προστασίας, αναζήτησης φυσικών πόρων κλπ. Βασικό της εργαλείο είναι τα διάφορα όργανα για την καταγραφή της σεισμικής δραστηριότητας και οι
διάφορες σύγχρονες τεχνολογίες για τη διακίνηση και επεξεργασία αυτής της πληροφορίας
(δίκτυα επικοινωνιών – ηλεκτρονικοί υπολογιστές).
Τα σύγχρονα σεισμολογικά όργανα ενσωματώνουν συμπυκνωμένα πληθώρα
τεχνολογιών αιχμής, ενώ ταυτόχρονα οφείλουν να είναι αξιόπιστα, εύχρηστα, στιβαρά και
ανθεκτικά σε καταπονήσεις, αλλά και κατά το δυνατόν αποδεκτού κόστους για τον
προϋπολογισμό του μέσου πανεπιστημιακού εργαστηρίου, γεωδυναμικού ινστιτούτου ή
εταιρίας γεωφυσικών ερευνών. Η κατασκευή τους, αλλά και το λανσάρισμά τους στην αγορά
στηρίζεται στη βελτιστοποίηση μιας σειράς τεχνικών χαρακτηριστικών, όπως είναι το εύρος
συχνοτήτων καλής λειτουργίας, ο εσωτερικός τους θόρυβος κλπ.
Η υλοποίηση ενός force – balance αδρανειακού επιταχυνσιόμετρου περιλαμβάνει την
κατασκευή του μηχανικού μέρους του αισθητήρα καθώς και του ηλεκτρονικού κυκλώματος
ελέγχου. Στα πλαίσια της εργασίας, με δεδομένο τον αισθητήρα, υλοποιείται το ηλεκτρονικό
μέρος και στη συνέχεια μελετάται και δοκιμάζεται το προκύπτον όργανο. Διαπιστώνεται πως οι επιδόσεις του απέχουν από εκείνες των αντίστοιχων βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και πως υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης, ακόμα και αν πρόκειται για μια τέτοια
εργαστηριακή διάταξη, που εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς εκπαίδευσης και επίδειξης.