dc.description.abstract |
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η περιγραφή της ανάπτυξης της νοηματικής γλώσσας σε κωφά και βαρήκοα παιδιά τα οποία δε χρησιμοποιούν τον προφορικό λόγο.
Συγκεκριμένα η έρευνα αποτελείται από τρεις μελέτες περίπτωσης. Η πρώτη μελέτη περίπτωσης αφορά ένα κωφό παιδί ηλικίας 6;8 ετών (αγόρι), η δεύτερη ένα επίσης κωφό παιδί ηλικίας 4;3 ετών (κορίτσι) και η τρίτη μελέτη περίπτωσης ένα βαρήκοο παιδί (αγόρι) ηλικίας 4;1 ετών, που φοιτούν στο Ειδικό Νηπιαγωγείο Κωφών και Βαρήκοων Πάτρας. Από αυτά το ένα ήταν βαρήκοο παιδί κωφών γονέων και τα άλλα δύο ήταν κωφά παιδιά ακούοντων γονέων. Αξιολογήθηκε το επίπεδο κατάκτησης της νοηματικής γλώσσας σε επίπεδο κατανόησης και παραγωγής. Για το σκοπό αυτό χορηγήθηκαν τέσσερεις δοκιμασίες: η Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου, η δοκιμασία Εικόνες Δράσης, το DVIQ test και το Boehm test. Οι δύο πρώτες δοκιμασίες είναι δοκιμασίες παραγωγής, η τρίτη αξιολογεί τόσο τη κατανόηση, όσο και την παραγωγή και η τελευταία την κατανόηση του προφορικού λόγου. Επίσης, από τις δοκιμασίες αυτές οι τρείς πρώτες είναι σταθμισμένες στον ελληνικό ακούοντα πληθυσμό και η τέταρτη στον αγγλικό πληθυσμό. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας η χορήγηση των δοκιμασιών έγινε με τις οδηγίες και το περιεχόμενο τους μεταφρασμένο στη νοηματική γλώσσα. Τέλος, στο ένα από τα παιδιά χορηγήθηκε μία επιπλέον δοκιμασία κατανόησης νοημάτων για τις κατηγορίες ουσιαστικά και ρήματα, η οποία δημιουργήθηκε από τις σπουδάστριες, καθώς το παιδί δεν ανταποκρίθηκε στις παραπάνω σταθμισμένες και μη δοκιμασίες στον ελληνικό ακούοντα πληθυσμό.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η 3η μελέτη περίπτωσης, που αφορούσε το μοναδικό παιδί κωφών γονέων της συγκεκριμένης έρευνας, βρισκόταν εντός φυσιολογικών ορίων στην κατάκτηση του λεξιλογίου της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας (ΕΝΓ), σε σχέση με τα ακούοντα παιδία αντίστοιχης χρονολογικής ηλικίας που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Επίσης, σε σχέση με τον ακούοντα πληθυσμό της αντίστοιχης χρονολογικής ηλικίας που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, το παιδί είχε επαρκείς δεξιότητες πληροφοριακής επάρκειας. Με λίγα λόγια, χρησιμοποιούσε σωστά την ΕΝΓ για να μεταφέρει πληροφορίες σε τρίτους. Όσον αφορά το λόγο του στην ΕΝΓ, σε αυτόν εντοπίζονταν συχνά ημιτελείς προτάσεις από τις οποίες απουσίαζαν συντακτικοί όροι εκ των οποίων στις πλείστες περιπτώσεις ήταν το υποκείμενο ή το αντικείμενο. Ωστοσο, οι συντακτικές δομές που χρησιμοποιούσε ήταν ορθές. Επίσης, χρησιμοποιoύσε το στοιχείο της ταξινόμισης το οποίο είναι κυρίαρχο στοιχείο στην ΕΝΓ και δεν υπάρχει στις ομιλούμενες γλώσσες. Όσον αφορά την κατανόηση της ΕΝΓ, δεν ανταποκρίθηκε στις δοκιμασίες αξιολόγησης των προτάσεων στην ΕΝΓ κι έτσι αξιολογήθηκε μόνο σε επίπεδο μεμονωμένων νοημάτων, όπου δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα.
Το δεύτερο παιδί που έλαβε μέρος στην έρευνα (2η μελέτη περίπτωσης) βρισκόταν επίσης εντός φυσιολογικών ορίων στην κατάκτηση του λεξιλογίου της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας (ΕΝΓ), σε σχέση με τα ακούοντα παιδία αντίστοιχης χρονολογικής ηλικίας που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Ακόμη, εντός φυσιολογικών ορίων βρισκόταν και οι δεξιότητες πληροφοριακής επάρκειας σε σύγκριση με τα ακούοντα παιδία. Από την άλλη, από το λόγο του συγκεκριμένου παιδιού απουσίαζαν συντακτικοί όροι όπως το υποκείμενο και το αντικείμενο και κάποιες φορές χρησιμοποιούσε συντακτικές δομές της ελληνικής ομιλούμενης γλώσσας οι οποίες όμως δεν ευσταθούν στην ΕΝΓ. Επίσης, το παιδί δεν είχε κατακτήσει και δε χρησιμοποιούσε το στοιχείο της ταξινόμησης όταν νοημάτιζε. Όσον αφορά την κατανόηση προτάσεων, το παιδί παρουσίασε δυσκολίες στην κατανόηση των σύνθετων προτάσεων συγκριτικά με τις πιο απλές και στην κατανόηση των μεταγλωσσικών εννοιών, οι οποίες σχετίζονταν με το χρόνο, το χώρο και την ποσότητα.
Ιδιαίτερα δύσκολο φάνηκε να είναι για αυτό το γραμματικό φαινόμενο του μέλλοντα, αφού έδειχνε να μην κατανοεί τις προτάσεις που εμπεριείχαν τον χρόνο αυτό. Επιπρόσθετα, το παιδί δυσκολεύονταν να κατανοήσει προτάσεις που περιείχαν επίθετα.
Η 1η μελέτη περίπτωσης, που αφορούσε το παιδί που ανήκε σε μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα που έλαβε μέρος στην παρούσα έρευνα, βρισκόταν κάτω του φυσιολογικού στην κατάκτηση του λεξιλογίου της ΕΝΓ σε σχέση με τα ακούοντα παιδία αντίστοιχης χρονολογικής ηλικίας που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, σε σχέση με το ακούοντα πληθυσμό της αντίστοιχης χρονολογικής ηλικίας που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, το παιδί είχε επαρκείς δεξιότητες πληροφοριακής επάρκειας. Από το λόγο του παιδιού στην ΕΝΓ απουσίαζαν συντακτικοί όροι, όπως το υποκείμενο και το αντικείμενο, και σχεδόν πάντα η συντακτική δομή που χρησιμοποιούσε ήταν της ελληνικής ομιλούμενης γλώσσας και όχι της ΕΝΓ. Ακόμη το παιδί δεν κατείχε και δε χρησιμοποιούσε το στοιχείο της ταξινόμησης όταν νοημάτιζε. Όσον αφορά την κατανόηση προτάσεων, αυτό το παιδί παρουσίασε επίσης δυσκολίες στην κατανόηση των σύνθετων προτάσεων και στην κατανόηση των μεταγλωσσικών εννοιών, οι οποίες σχετίζονταν με το χρόνο, το χώρο και την ποσότητα. Επίσης, δεν κατανοούσε τις προτάσεις που εμπεριείχαν το γραμματικό φαινόμενο του μέλλοντα και αυτές που περιείχαν επίθετα.
Συμπερασματικά, οι διαφορές στη γλωσσική ανάπτυξη, σε σχέση με τα ακούοντα παιδιά που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα, εντοπίζονται στην κατανόηση προτάσεων στην ΕΝΓ και στην παραγωγή στον τομέα της σύνταξης και του περιεχομένου, αλλά όχι στη χρήση της ΕΝΓ (πραγματολογία). Αυτές φαίνεται να σχετίζονται με το αν η νοηματική γλώσσα είναι η μητρική γλώσσα των παιδιών ή όχι και με την ηλικία των παιδιών που αξιολογούνται. Ωστόσο, για τη εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων χρειάζεται να γίνει έρευνα σε μεγαλύτερο δείγμα παιδιών. Επίσης, μεταξύ των παιδιών με ακουστική ανεπάρκεια εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ του παιδιού που είχε κωφούς γονείς και αυτών που είχαν ακούοντες γονείς. Οι διαφορές αυτές είχαν να κάνουν με τον τύπο των λαθών κατά την παραγωγή νοημάτων, καθώς το παιδί που είχε μητρική γλώσσα τη νοηματική έκανε περισσότερο σημασιολογικά λάθη. Επίσης, σχετίζονταν με τις συντακτικές δομές που χρησιμοποιούνταν και τη χρήση του στοιχείου της ταξινόμησης. Τα παιδιά των ακούοντων γονέων σε σχέση με το παιδί των κωφών γονέων έκαναν περισσότερα συντακτικά λάθη και χρησιμοποιούσαν συχνά την γραμματικοσυντακική δομή της ελληνικής ομιλούμενης γλώσσας αντί για τη συντακτική δομή της ΕΝΓ. Επίσης, δεν ήταν σε θέση να παράγουν προτάσεις στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα χρησιμοποιώντας το στοιχείο της ταξινόμησης. Για την κατανόηση δε μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα, καθώς το παιδί που προέρχονταν από κωφούς γονείς δεν έδωσε αποτελέσματα στη δοκιμασία κατανόησης μεταγλωσσικών εννοιών και μορφοσυντακτικών δομών του DVIQ test και αξιολογήθηκε μόνο σε επίπεδο μεμονωμένων νοημάτων. |
el |