Επιτομή:
Η παρούσα έρευνα διεξήχθη στα πλαίσια πραγματοποίησης της πτυχιακής μας εργασίας. Αναφορικά με το σκοπό, επιχειρείται να γίνει εκτίμηση της χρήσης της θεμελιώδους συχνότητας (F0) τυπικών παιδιών προσχολικής ηλικίας σε διάφορους τύπους δραστηριοτήτων. Ακόμη γίνεται σύγκριση με αντίστοιχη έρευνα των ΗΠΑ.
Το συνολικό δείγμα αποτελείται από δώδεκα παιδιά (τέσσερα κορίτσια και οκτώ αγόρια) με μέσο όρο ηλικίας τα 4;7 έτη. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε μία αίθουσα στο χώρο του Παιδικού Σταθμού. Έγιναν ατομικά κατά τη διάρκεια των δομημένων δραστηριοτήτων και ομαδικά σε ζευγάρια των δύο την ώρα του ελεύθερου παιχνιδιού. Για την συλλογή των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε εξωτερικό μικρόφωνο συνδεδεμένο με ένα φορητό υπολογιστή όπου γινόταν ηχογράφηση μέσω του λογισμικού Praat. Mε το ίδιο πρόγραμμα υπολογίστηκε η τιμή της F0 σε Hz και έγινε η επεξεργασία των ηχητικών δειγμάτων σε συνδυασμό με το λογισμικό Audacity για το διαχωρισμό φωνής στις ομαδικές ηχογραφήσεις.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων φανερώνουν μια σημαντικά υψηλότερη τιμή της θεμελιώδους συχνότητας κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού, σε σύγκριση με τις δομημένες δραστηριότητες και συγκεκριμένα, αυτές της αναδιήγησης και της περιγραφής γεγονότος. Σχετικά με τη σύγκριση των δύο ερευνών παρατηρείται ότι τόσο στην ελληνική όσο και στην αμερικανική η μέση τιμή της βασικής συχνότητας (F0) για τις τέσσερεις δομημένες δραστηριότητες είναι παρόμοια, ενώ είναι μεγαλύτερη εκείνη που υπολογίστηκε κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού. Επίσης αν και υπάρχει διαφορά της τιμής της F0 για το μέσο όρο των δομημένων δραστηριοτήτων και εκείνης για το ελεύθερο παιχνίδι, αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στην μελέτη των ΗΠΑ. Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης σε συνδυασμό με αντίστοιχα προηγούμενων ερευνών καθιστούν σαφές το γεγονός πως η φωνή των παιδιών προσχολικής ηλικίας είναι ακόμα πιο υψηλή κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σε σχέση με τη χρήση φωνής σε δομημένα πλαίσια.
Σχετικά με τα συμπεράσματα γίνεται αναφορά στη σημασία των ευρημάτων και παρουσιάζονται προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν αυτά να αξιοποιηθούν τόσο από τους κλινικούς, κατά την διάρκεια της αξιολόγησης ή ακόμα και της φωνητικής παρέμβασης, όσο και από το οικογενειακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον των παιδιών.