Επιτομή:
Ένα από τα δύο βασικότερα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά που κάνουν τον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα έμβια όντα, πέραν της νοημοσύνης, είναι η ικανότητα για άμεση επικοινωνία μέσω της ομιλίας. Η πιο άμεση μορφή επικοινωνίας, δηλαδή η ομιλία, διεκπαιρεώνεται μέσω της διαδικασίας παραγωγής της φωνής, η οποία ορίζεται αλλιώς και ως φώνηση. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η επιδημιολογική ανίχνευση διαταραχών φώνησης στο τοπικό διαμέρισμα της Κορίνθου, του Δήμου Κορινθίων, η παρατήρηση και καταγραφή των ποιοτικών και αντιληπτικών χαρακτηριστικών που εμφανίζουν τα παιδιά και η διεξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τους παράγοντες που πιθανόν οδηγούν σε προβλήματα φώνησης, στον πληθυσμό των παιδών και ειδικά αυτών που φοιτούν στην Α’ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Για την πραγματοποίηση της έρευνας δημιουργήθηκε και διανεμήθηκε έντυπο ερωτηματολόγιο στην Α’ τάξη των δημοτικών σχολείων της Κορίνθου, το οποίο συμπλήρωσαν οι γονείς των παιδιών. Συγκεκριμένα, στο ερωτηματολόγιο απάντησαν 106 γονείς, ωστόσο ύστερα από κριτήριο που τέθηκε, το δείγμα των ερωτηθέντων περιορίστηκε σε 104 γονείς με παιδιά που έχουν ως ηλικιακό μέσο όρο τα 7 έτη (στρογγυλοποιημένα) και είναι μαθητές της Α’ τάξης του δημοτικού. Από το πλήθος των 104 παιδιών, τα 53 είναι κορίτσια και τα 51 είναι αγόρια. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι 12,5% των παιδιών παρουσιάζουν μη φυσιολογικές φωνητικές συμπεριφορές. Στο σύνολο του δείγματος, το 4,8% των παιδιών με ασυνήθιστες-μη τυπικές φωνητικές συμπεριφορές αντιστοιχεί σε κορίτσια και το 7,7% σε αγόρια. Παρότι η ποσοστιαία αναλογία των αγοριών είναι μεγαλύτερη από αυτή των κοριτσιών, τα αποτελέσματα διερεύνησης της υπόθεσης ότι το φύλο μπορεί να αποτελεί έναν προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση ασυνήθιστων φωνητικών συμπεριφορών, έδειξαν ότι τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν δεν είναι επαρκή ώστε να στηρίξουν αυτή την άποψη. Επιπλέον, τα κυριότερα αντιληπτικά χαρακτηριστικά της φωνής των παιδιών αναφέρονται στον βήχα [14,4%], τη δυσοσμία στόματος [13,5%], τα "σπασίματα"/"τσακίσματα" και τις διακοπές φωνής [11,5%] και την μειωμένη ένταση φωνής [9,6%]. Ως προς την χρήση της φωνής, οι περιπτώσεις που σημειώθηκαν κατά κύριο λόγο, σχετίζονται με την επιθυμία για επικοινωνία (κοινωνικότητα) [47,1%], την χρήση της φωνής σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια της ημέρας [38,5%], την ακανόνιστη/κακή χρήση της φωνής (με έντονες φωνές, “τσιρίγματα”, μιμήσεις άλλης φωνής) [22,1%] και την συνήθη παραγωγή τσιριχτής φωνής [11,5%]. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι το φύλο μπορεί να είναι προγνωστικός παράγοντας για την “ακανόνιστη”/κακή χρήση της φωνής σε αυτή την ηλικία, με τα αγόρια [15,4%] να επικρατούν των κοριτσιών [6,7%] ως προς αυτή τη συνθήκη.