dc.description.abstract |
Ο κύριος στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να συγκρίνει δύο περιπτώσεις υποκειμένων, τυπικώς αναπτυσσόμενων και με φωνολογικές δυσκολίες παιδιών, ως προς την αναγνωστική δεξιότητα. Ειδικότερα, ο σκοπός είναι κατά πόσο και αν επηρεάζεται η ανάγνωση των παιδιών είτε με την παρουσία, είτε με την απουσία φωνολογικών προβλημάτων.
Στην έρευνα συμμετείχαν εικοσιτέσσερα παιδιά, ηλικίας οχτώ έως δώδεκα ετών δηλαδή από την τρίτη μέχρι και την έκτη τάξη την πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα εργαλεία που επιλέχθηκαν για την διεξαγωγή της έρευνας ήταν το τεστ φωνητικής και φωνολογικής εξέλιξης, η Δοκιμασία Γλωσσικής Αντίληψης και Έκφρασης και το Τεστ-Α ανάγνωσης. Η μέθοδος ανάλυσης των δοκιμασιών, ήταν μίξη ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης, ενώ παράλληλα χορηγήθηκε άτυπη συνέντευξη προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νοητικής υστέρησης, διγλωσσίας και ελλείμματος ακοής. Επιπρόσθετα, η μέτρηση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με ταξινόμηση των υποκειμένων ανά σχολική τάξη.
Τα πορίσματα της έρευνας έδειξαν, πως η αναγνωστική δεξιότητα των υποκειμένων παρουσίασε αρνητικές επιπτώσεις από την ομάδα των παιδιών με φωνολογικές δυσκολίες, ηλικίας οχτώ έως εννέα ετών της τρίτης τάξης του δημοτικού. Ως προς τις υπόλοιπες ηλικίες, δεν παρουσιάστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στην ανάγνωση μεταξύ των δύο ομάδων. Παρόλα αυτά, οι αναγνωστικές δυσλειτουργίες που διαπιστώθηκαν, ενδεχομένως να οφείλονται σε άλλους παράγοντες, εκ των οποίων πιθανόν να είναι η κληρονομικότητα, η λανθασμένη διδασκαλία, οι συνεχής απασχόληση των περισσότερων παιδιών με την τεχνολογία κ.α. Ένα ακόμη πόρισμα, που προέκυψε από την έρευνα ήταν η ύπαρξη φωνολογικών λαθών σε όλες τις ερευνούμενες ηλικίες, με μεγαλύτερη ποικιλία και ποσότητα λαθών σε παιδιά της τρίτης τάξης, δεδομένου ότι πρώτον η ηλικία κατάκτησης των φωνημάτων βιβλιογραφικά είναι μέχρι έξι ετών και δεύτερον του κριτηρίου απόκλισης της παρούσας έρευνας. |
el |