Επιτομή:
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε την αυθόρμητη παραγωγή των κλιτικών αντωνυμιών στις προφορικές αφηγήσεις παιδιών με ΔΑΦ και παιδιών τυπικής ανάπτυξης τα οποία είχαν τις ίδιες γλωσσικές και μη γλωσσικές ικανότητες (ταίριασμα πληθυσμών με σταθμισμένες δοκιμασίες). Για την εκμαίευση του αφηγηματικού λόγου χρησιμοποιήθηκε μια δραστηριότητα αφήγησης ιστορίας (Frog Story) παρουσιασμένη σε μορφή βιβλίου (booklet style). Επισημειώθηκαν όλες οι κλιτικές αντωνυμίες, συμπεριλαμβανομένων των κλιτικών αντωνυμιών αντικειμένου και των κλιτικών που αποτελούν μέρος πιο σύνθετων δομών, εν προκειμένω του κλιτικού αναδιπλασιασμού (Clitic Doubling) και της αριστερής εκτόπισης (Clitic Left Dislocation). Όσον αφορά τις κλιτικές αντωνυμίες αντικειμένου ελέγξαμε την ικανότητα επίλυσης της Αναφοράς, εφόσον μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της Αναφοράς στην αφήγηση είναι η διατήρηση χαρακτήρων που επιτυγχάνεται στα Νέα Ελληνικά με αντωνυμίες. Ο κλιτικός αναδιπλασιασμός και η αριστερή εκτόπιση έχουν άλλες λειτουργίες στην αφήγηση (αλλαγή εστίασης σε άλλο χαρακτήρα, έμφαση, θεματοποίηση) και επομένως αναμένεται να εμφανίζονται λιγότερο συχνά συγκριτικά με τις κλιτικές αντωνυμίες αντικειμένου.
Στόχος αυτής της εργασία είναι η εξέταση της παραγωγής κλιτικών αντωνυμιών σε δραστηριότητες παραγωγής αυθόρμητου λόγου οι οποίες διαφέρουν από τις συνήθεις δραστηριότητες εκμαίευσης που ακολουθούνται σε παρόμοια πειράματα και δεν αποτελούν φυσικές συνθήκες γλωσσικής επικοινωνίας, και η καταγραφή πιθανών διαφορών ή ομοιοτήτων ανάμεσα στα παιδιά με ΔΑΦ και τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι, σε γενικές γραμμές τα παιδιά και των δύο ομάδων έχουν την ίδια συμπεριφορά όσον αφορά τη χρήση των κλιτικών αντωνυμιών, με τα παιδιά με ΔΑΦ να είναι πιο διστακτικά χρησιμοποιώντας συνολικά λιγότερες κλιτικές αντωνυμίες και αντίστοιχα κάνοντας λιγότερο συχνά επιτυχή ή αποτυχημένη επίλυση της Αναφοράς (λιγότερα λάθη με αμφίσημο σημείο αναφοράς) σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους τυπικής ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα της ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης ανέδειξαν μια τάση των παιδιών τυπικής ανάπτυξης να επιλύουν επιτυχώς την Αναφορά με πιο συστηματικό τρόπο σε σχέση με τα παιδιά με ΔΑΦ, αν και η μεταξύ τους διαφορά ως προς την ικανότητα επίλυσης της Αναφοράς δεν είναι στατιστικώς σημαντική. Και οι δύο ομάδες επέδειξαν μια τάση να επιλύουν επιτυχώς την Αναφορά στις πιο εύκολες συνθήκες, δηλαδή όταν δεν παρεμβάλλονται άλλες ΟΦς ανάμεσα στο σημείο αναφοράς και την κλιτική αντωνυμία (ΟΦ 0) και όταν η συναναφορά γίνεται με ΟΦ σε θέση Υποκειμένου. Ωστόσο, όταν δεν παρεμβάλλεται καμία ΟΦ, τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης επέδειξαν μια ευχέρεια για επιτυχή συναναφορά τόσο με Υποκείμενο όσο και με Αντικείμενο, κάτι το οποίο δεν συνέβη με τα παιδιά με ΔΑΦ. Η διαφορά των δύο ομάδων ως προς τη συναναφορά με Αντικείμενο σε αυτή τη συνθήκη (ΟΦ 0) ήταν η μοναδική που έγειρε στατιστική σημαντικότητα (p=0,048). Φαίνεται ότι η συναναφορά με Υποκείμενο είναι γενικώς η προτιμώμενη επιλογή ή η επιλογή με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς επίλυσης της Αναφοράς και αυτό πιθανώς οφείλεται στην εξέχουσα φύση του Υποκειμένου τόσο συντακτικά (c-command) όσο και σημασιολογικά/πραγματολογικά (έμφαση ή θεματοποίηση, θεματικός ρόλος Δράστη). Η ικανότητα των παιδιών τυπικής ανάπτυξης να κάνουν επιτυχώς συναναφορά με Υποκείμενο και Αντικείμενο όταν κατά τα άλλα οι συνθήκες είναι εύκολες ίσως δείχνει μια αναπτυξιακή τάση της ικανότητας της Αναφοράς στην αφήγηση, στην οποία τα παιδιά με ΔΑΦ παρουσιάζουν μια καθυστέρηση ή δυσκολία