Επιτομή:
Την τελευταία δεκαπενταετία πραγματοποιείται μία σημαντική και συστηματική προσπάθεια ένταξης των παιδιών με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (Δ.Α.Φ.) Υψηλής Λειτουργικότητας στα σχολεία, όπου φοιτούν και τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, με στόχο την κατοχύρωση του δικαιώματος για ισότιμη εκπαίδευση. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της γνώσης και της στάσης των δασκάλων της Α’ και Β’ δημοτικού για τα παιδιά με Δ.Α.Φ. Υψηλής Λειτουργικότητας, που φοιτούν σε τάξεις του γενικού σχολείου. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 110 δάσκαλοι γενικής εκπαίδευσης που διδάσκουν ή έχουν διδάξει στην Α’ ή στην Β’ τάξη του δημοτικού. Χορηγήθηκε στους δασκάλους γενικής εκπαίδευσης δομημένο ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις ανοικτού τύπου, κλειστού τύπου και κλίμακας Likert. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο κατασκευάστηκε στα πλαίσια αυτής της πτυχιακής εργασίας με βάση την σύγχρονη βιβλιογραφία για το θέμα. Από την έρευνα, προέκυψε πως οι περισσότεροι δάσκαλοι της Α’ και της Β’ δημοτικού, γενικής εκπαίδευσης, δεν έχουν εξειδικευμένη γνώση ή μεταγενέστερη μετεκπαίδευση όσον αφορά τις Δ.Α.Φ. Παρόλα αυτά, αρκετοί από τους δασκάλους έχουν διδάξει παιδιά με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας και σχεδόν οι μισοί είναι σε θέση να γνωρίζουν τη φύση της διαταραχής. Επιπλέον, η πλειοψηφία των δασκάλων της Α’ και της Β’ δημοτικού, γενικής εκπαίδευσης, θεωρούν τα παιδιά με Δ.Α.Φ. Υψηλής Λειτουργικότητας διαταρακτικό παράγοντα εντός της γενικής τάξης και νιώθουν ότι δεν έχουν κατάλληλες δυνατότητες να ανταπεξέλθουν, όταν περιλαμβάνεται στην τάξη ένα παιδί με αυτισμό Υψηλής Λειτουργικότητας. Ωστόσο, η πλειοψηφία των δασκάλων θεωρούν ότι είναι ικανοί να καταφέρουν τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης να αποδεχτούν τους συμμαθητές τους με Δ.Α.Φ. Υψηλής Λειτουργικότητας, ενώ η ηλικία του εκπαιδευτικού μοιάζει να παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την στάση. Η ένταξη των παιδιών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας στα γενικά σχολεία έχει μόνο θετικά αποτελέσματα τόσο για τα παιδιά με Δ.Α.Φ., όσο και για τους τυπικής ανάπτυξης συμμαθητές τους. Ωστόσο, σημαντικά εμπόδια στην συνεκπαίδευση αυτών των παιδιών αποτελούν η ελλιπής εκπαίδευση των δασκάλων, ο ελλειμματικός κρατικός σχεδιασμός και η έλλειψη πρόνοιας.