Επιτομή:
Η Ελλάδα, μετά τη δεκαετία του '70, μπήκε σε μια περίοδο αλλαγών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη στο άτομο να οργανωθεί σε κοινωνικές ομάδες. Από αυτήν την ανάγκη δημιουργήθηκαν και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, η δράση των οποίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, καθώς, δίνοντας στο άτομο το δικαίωμα συμμετοχής, τού έδωσαν τη δυνατότητα να «ασκήσει» την ιδιότητά του ως πολίτης. Στην παρούσα εργασία διερευνάται το αν οι πολιτιστικοί σύλλογοι, ως πυρήνες μίας κοινότητας, μπορούν να είναι φορείς ενδυνάμωσης και ενεργοποίησης της κοινότητας. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται υπό το πρίσμα της κοινοτικής εργασίας και πιο συγκεκριμένα της κριτικής κοινοτικής εργασίας. Αυτό που επιχειρείται να παρουσιαστεί στη συγκεκριμένη εργασία είναι πώς συνδέεται η έννοια της κοινότητας με τον πολιτισμό ώστε οι πολίτες να δράσουν συλλογικά και να κινητοποιηθούν προς την κοινωνική αλλαγή. Μελετώνται έρευνες που αναφέρουν τα κοινωνικά οφέλη του πολιτισμού και των καλλιτεχνικών προγραμμάτων αναφορικά με την ενδυνάμωση της κοινότητας. Παρουσιάζονται κοινοτικά προγράμματα που αξιοποίησαν τις πολιτιστικές δράσεις, μέσω της συμμετοχικής προσέγγισης, για να αναπτύξουν την κριτική συνειδητοποίηση των πολιτών. Τέλος, για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων, χρησιμοποιείται ποιοτική μέθοδος, καθώς πραγματοποιήθηκαν έντεκα συνεντεύξεις προς τους πολιτιστικούς συλλόγους της Πάτρας, και ειδικότερα προς τους προέδρους και τα μέλη τους. Από τα ερευνητικά δεδομένα προέκυψε ότι η δράση των συλλόγων περιορίζεται, σε μεγάλο ποσοστό, στην προσωπική και όχι στη συλλογική ενεργοποίηση των κατοίκων, λόγω του ότι εστιάζει σε πολιτιστικές δράσεις, χωρίς αυτές να αποπνέουν μια πολιτική διάσταση. Άρα, καταλήγουμε στο ότι οι πολιτιστικοί σύλλογοι χρειάζονται έναν εκσυγχρονισμό και μια ανανέωση στον τρόπο που συνδέουν το άτομο με τον πολιτισμό και η κοινωνική εργασία θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτό με εκσυγχρονιστκές θεωρίες και πρακτικές.