Επιτομή:
Η παρακάτω μελέτη εστιάζει στο φαινόμενο της παράνομης διακίνησης προσώπων – trafficking και συγκεκριμένα, στην παράνομη διακίνηση γυναικών, με στόχο την σεξουαλική εκμετάλλευση. Στόχος αυτής της μελέτης είναι να καταγραφούν όλες οι παράμετροι, οι οποίες συντελούν στην διαιώνιση του φαινομένου, τόσο όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, αλλά και τις χώρες προορισμού. Επίσης επιχειρείται η καταγραφή τρόπων αντιμετώπισης, αλλά και η αναζήτηση τρόπων, ούτως ώστε να βελτιοποιηθεί η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων τρόπων και μέσων αντιμετώπισης.
Αρχικά, επιχειρείται, μία ιστορική αναδρομή, η οποία σκιαγραφεί το φαινόμενο του trafficking, από την περίοδο της αρχαιότητας έως την σημερινή εποχή.
Επίσης, ορίζονται, οι όροι «εμπορία ανθρώπων – trafficking», καθώς και οποιαδήποτε σχετιζόμενη έννοια με αυτό, έχοντας ως στόχο την μεγαλύτερη κατανόησή του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, διερευνάται εκτενέστερα, η έννοια του trafficking, εφόσον παρατίθενται οι μορφές και τα αίτιά του. Επίσης, γίνεται αναφορά, στο φαινόμενο της διεθνικής σωματεμπορίας.
Κατά το τρίτο κεφάλαιο, εξετάζεται η γυναίκα ως θύμα trafficking, μέσω της αναζήτησης της ταυτότητας του θύματος, καθώς επίσης και η διάγνωση της κλινικής εικόνας και του ψυχικού τραύματος που φέρουν τα θύματα. Παρατίθενται τα σημεία, τα οποία χρήζουν προσοχής, ούτως ώστε κανείς να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ένα θύμα trafficking. Εξετάζονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούν τα θύματα, καθώς επίσης και οι λόγοι για τους οποίους συχνά αρνούνται να οδηγηθούν σε οποιαδήποτε δίοδο διαφυγής. Τα παραπάνω, οδηγούν στην εξέταση της ψυχικής κατάστασης και των μετέπειτα ψυχικών προβλημάτων του θύματος.
Το τέταρτο κεφάλαιο, σχηματίζει το προφίλ των σωματεμπόρων και αναφέρει τις τεχνικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται, με σκοπό την εξαπάτηση, καθώς επίσης και την παραμονή των γυναικών στην πορνεία.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς επίσης και στην καταστρατήγησή τους, όταν μία γυναίκα είναι θύμα παράνομης εμπορίας. Τέλος, παρατίθεται η κριτική, την οποία έχει ασκήσει το φεμινιστικό κίνημα, σχετικά με την καταπάτηση ή μη των δικαιωμάτων των θυμάτων.
Κατά το έκτο κεφάλαιο εξετάζεται το φαινόμενο του trafficking, ως οργανωμένο έγκλημα. Συγκεκριμένα, αρχικά παρατίθενται τα χαρακτηριστικά και οι τρόποι δράσης του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ στη συνέχεια εξετάζεται το εμπόριο ανθρώπων ως κερδοφόρα επιχείρηση και εν συνεχεία, εξετάζεται συγκεκριμένα η εργασία της γυναίκας πόρνης στο «μπαρ».
Εν συνεχεία, στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην υπάρχουσα νομοθεσία, σχετικά με το φαινόμενο του trafficking, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης καταγράφεται η κριτική, την οποία έχουν δεχθεί τα ανωτέρω νομοθετικά πλαίσια.
Κατά το όγδοο κεφάλαιο περιγράφεται το φαινόμενο του trafficking στον Ελλαδικό χώρο. Δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδος, ως υποβοήθημα στο έργο των διακινητών.
Στο ένατο κεφάλαιο αναλύονται οι τρόποι θεραπείας του θύματος, καθώς επίσης περιγράφονται οι εκάστοτε κριτικές οι οποίες έχουν ασκηθεί από διάφορους φορείς και σωματεία.
Κατά το δέκατο κεφάλαιο καταγράφονται οι φορείς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με σκοπό την αντιμετώπιση του απεχθούς αυτού φαινομένου.
Κλείνοντας το πρώτο μέρος της εργασίας, περιγράφεται η συνεισφορά της επιστήμης της Κοινωνικής Εργασίας στην πάταξη του trafficking, μέσω των αρχών και των δεξιοτήτων, οι οποίες διέπουν έναν / μία Κοινωνικό Λειτουργό. Επίσης, γίνεται αναφορά στους τρόπους πρόληψης του φαινομένου, από την σκοπιά του / της Κοινωνικού / ής Λειτουργού, οι δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει και η ανάγκη για ύπαρξη εποπτείας του / της Κοινωνικού / ής Λειτουργού.
Κατά το δεύτερο μέρος της εργασίας, παρατίθενται τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία διεξήχθη με σκοπό την διερεύνηση της πληρότητας ή μη των προγραμμάτων αντι – trafficking, καθώς και της δυνατότητας των επαγγελματιών να αναγνωρίσουν ένα θύμα trafficking εάν εκπαιδευτούν επαρκώς. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκε το μέσο, μέσω του οποίου γίνεται συνήθως η ενημέρωση, όπου προτιμήθηκαν κυρίως οι τηλεοπτικές διαφημίσεις, καθώς επίσης και επάρκεια ή μη των ήδη υπαρχόντων προγραμμάτων, όπου σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων διαφαίνεται ότι τα προγράμματα χαρακτηρίζονται ως μη επαρκή. Εν συνεχεία, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να προτείνουν οι ίδιοι τρόπους ενημέρωσης, ενώ, τέλος, ερευνήθηκε το γεγονός εάν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων δύνανται να επηρεάσουν τις απαντήσεις τους. Εν προκειμένω φάνηκε πως κυρίως ο παράγοντας, ο οποίος διαφοροποιεί τις δοθείσες απαντήσεις είναι το φύλο, διότι κυρίως οι άντρες φαίνονται σε μεγαλύτερο βαθμό αρνητικά προσκείμενοι προς τα υπάρχοντα προγράμματα, ενώ οι απαντήσεις διαφοροποιούνται επίσης ανάλογα με το επίπεδο μόρφωσης, και τούτο διότι οι απόφοιτοι κάποιου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος εμφανίζονται αρνητικοί σε πολύ μεγάλο βαθμό, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων, σε σχέση με τους αποφοίτους κάποιου τεχνολογικού ιδρύματος.
Τέλος, ερευνήθηκε το γεγονός εάν ο φορέας εργασίας των συμμετεχόντων επηρεάζει τις απαντήσεις τους, όπου κυρίως οι εργαζόμενοι στην Ελληνική Αστυνομία κατέχουν τον μικρότερο βαθμό ικανοποίησης σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αντι – trafficking.