Επιτομή:
Στην παρούσα πτυχιακή γίνεται μία ανάλυση της διαχρονικής εξέλιξης του μουσειακού θεσμού μέχρι τον 21ο αιώνα, από τα πρώτα παραδοσιακά στα σύγχρονα αρχαιολογικά μουσεία, με στόχο να αναδειχθεί μέσα στο χρόνο η διαφοροποίηση ως προς την φυσιογνωμία, το ρόλο και τη λειτουργία του θεσμού.
Αρχικά, παρουσιάζονται οι ενέργειες του νεοελληνικού κράτους για την προστασία των αρχαιοτήτων, ενώ παράλληλα καταβάλλονται προσπάθειες για συστηματική οργάνωση των μουσείων. Ιδρύονται, λοιπόν, τα πρώτα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία, τα οποία αποτελούν τόπο φιλοξενίας και γνώσης για τους πολύτιμους θησαυρούς του παρελθόντος. Το σύνολο των εκθεμάτων και των συλλογών που διαθέτουν δημιουργούν την πολιτισμική κληρονομιά και ταυτότητα της χώρας. Η διατήρηση των αξιών, σε ότι αφορά στην προβολή και στην ανάπτυξη των ήδη υπαρχουσών δραστηριοτήτων στο χώρο των μουσείων, είναι ο κεντρικός άξονας της πολιτικής τους.
Κατόπιν, περιγράφεται η αρχιτεκτονική και εκθεσιακή πρακτική που ακολουθούν τα παραδοσιακά αρχαιολογικά μουσεία, τα οποία παραμένουν στον πρωταρχικό στόχο τους που είναι η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή των αρχαιοτήτων. Παράλληλα, διατυπώνονται και οι νέοι τρόποι σχεδιασμού των εκθέσεων με τις σύγχρονες αντιλήψεις της μουσειολογίας, που ακολουθούν τα σύγχρονα μουσεία τα οποία δίνουν έμφαση στη διατήρηση, στη προβολή των καταλοίπων αλλά και στην επικοινωνία με το ευρύ κοινό.
Επιπλέον, καταγράφονται, οι προσπάθειες της μετάβασης των αρχαιολογικών μουσείων από το παραδοσιακό στο σύγχρονο μοντέλο. Αυτό φαίνεται λογικό, καθώς, σήμερα μερικά από τα παραδοσιακά αρχαιολογικά μουσεία έχουν την ανάγκη να περάσουν στο στάδιο του εκσυγχρονισμού, για να μπορέσουν, αφενός, να διαχειριστούν τους θησαυρούς που φιλοξενούν και, αφετέρου, να προσφέρουν στους νεότερους και μέσα από την ψυχαγωγία, τη γνώση για την πολιτισμική κληρονομιά της χώρας.
Στο δεύτερο μέρος, που αποτελεί το ερευνητικό μέρος της εργασίας, παρουσιάζεται από την αρχή της δημιουργίας τους μέχρι σήμερα, η εξέλιξη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Νέου Μουσείου Ακρόπολης. Στο τέλος της εργασίας παρατίθενται κάποια συμπεράσματα σχετικά με την εξέλιξη των Αρχαιολογικών Μουσείων της Ελλάδας.