Επιτομή:
Η οστεοαρθρίτιδα θεωρείται μία από τις πιο συχνές μυοσκελετικές παθήσεις παγκοσμίως. Είναι μία εκφυλιστική, εξελικτική και πολυπαραγοντική ασθένεια, που οδηγεί σε σταδιακή καταστροφή της άρθρωσης. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στην ηλικία 50-55 ετών και κυρίως στις γυναίκες. Οι ασθενείς αισθάνονται έντονο πόνο και δυσκαμψία. Με την πρόοδο της ασθένειας, τα συμπτώματα γίνονται όλο και πιο ισχυρά, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η λειτουργικότητα της άρθρωσης και κατ’ επέκταση η ποιότητα ζωής. Οι νεότερες τεχνικές αντιμετώπισης, δηλαδή η ενδοαρθρική ένεση (PRP) και ο κρουστικός υπέρηχος, έχουν παροδικά αποτελέσματα, καθώς η δάση τους είναι αναλγητική και δεν επουλώνουν τις αλλοιώσεις της άρθρωσης, που προκαλούνται λόγο της ασθένειας. Για το λόγο αυτό, η μόνη θεραπεία που χρησιμοποιείται, πριν οι ασθενείς φτάσουν στο τελικό στάδιο της ασθένειας, είναι η χειρουργική επέμβαση.
ΕΡΕΥΝΑ: Στην έρευνά μας, έλαβαν μέρος 40 άτομα, που δεν είχαν υποβληθεί σε χειρουργείο, εκ των οποίων τα 10 άτομα ήταν άντρες και τα 30 άτομα ήταν γυναίκες, με ηλικίες από 43 έως 89 ετών (μέσος όρος 65,8 χρονών). Τα άτομα αυτά βρίσκονταν σε διαφορετικό στάδιο της ασθένειας, σε διαφορετικές πόλεις και σε διαφορετικό βιοτικό επίπεδο. Ερευνήθηκε η ψυχοσύνθεσή τους, πώς αυτή μεταβάλλεται με την πρόοδο της ασθένειας, καθώς και η αίσθηση του πόνο. Για την επίτευξη του στόχου της έρευνας, μοιράστηκαν τα ειδικά ερωτηματολόγια VAS, HADS και KOOS.
ΣΚΟΠΟΣ: Η εργασία αυτή έχει ως σκοπό να αναδείξει την ποιότητα ζωής στα άτομα που πάσχουν από ΟΑ στην άρθρωση του γόνατος και να συγκρίνει την κλασσική με τις νεότερες μεθόδους αποκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση φωτίζουμε τις θετικές και αρνητικές επιδράσεις της κάθε τεχνικής στην ποιότητα ζωής του ασθενή. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι κάποιες από τις νέες τεχνικές αντιμετώπισης βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η έρευνα. Το πρώτο μέρος της εργασίας μας περιορίζεται στην ανασκόπηση της ασθένειας της ΟΑ και την παρουσίαση της ήδη υπάρχουσας, κλασσικής μεθόδου αντιμετώπισής της. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι νέες τεχνικές και τέλος στο τρίτο μέρος τα ερωτηματολόγια και οι κλίμακες αξιολόγησης.
ΜΕΘΟΔΟΣ: Στην έρευνα έλαβαν μέρος 40 άτομα, τα οποία δεν είχαν υποβληθεί σε χειρουργείο. Τα 10 άτομα ήταν άντρες και τα 30 άτομα γυναίκες, με ηλικίες από 43 έως 89 ετών. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από τις πόλεις Πάτρα, Πύργο και Αθήνα. Ως εργαλεία δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τρία διαφορετικά ερωτηματολόγια. Το πρώτο ήταν η κλίμακα VAS, το δεύτερο ήταν του HADS και το τρίτο ήταν του KOOS. Μετά την συλλογή απαντήσεων πραγματοποιήθηκε περιγραφική και στατιστική ανάλυση μέσω του προγράμματος SPSS και του EXCEL. Στο πρώτο ερωτηματολόγιο χρησιμοποιήθηκε το SPSS και το EXCEL, ενώ στα άλλα δύο χρησιμοποιήθηκε μόνο το EXCEL.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η πάθηση επηρεάζει αρκετά τους ασθενείς τόσο στη ψυχική τους υγεία, όσο και στην καθημερινότητά τους. Το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος διαμαρτυρόταν για ελαφρύ ή μέτριο πόνο. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν ένιωθαν καθόλου πόνο, γεγονός που οφείλεται στο ότι βρίσκονταν σε αρχικά στάδια της ασθένειας, ενώ δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της κλίμακας πόνου με την ηλικία και το φύλο. Από την άλλη μεριά, ένα πολύ μικρό ποσοστό είχε αφόρητο πόνο. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν, πως η ψυχολογία τους, επηρεάζεται σε ένα μέτριο βαθμό. Πιο συγκεκριμένα, αρκετά συχνά ένιωθαν άγχος (43%) και πλέον δεν απολάμβαναν τα πράγματα που τους ευχαριστούσαν. Αντίθετα, τα ίδια άτομα δήλωσαν πως δεν έχουν καταθλιπτικές τάσεις και πως εξακολουθούν να διακρίνουν την ευχάριστη πλευρά της ζωής (48%). Επιπλέον, το 40% του ποσοστού των ασθενών εξακολουθούσε να φροντίζει τον εαυτό του και να προσέχει την εμφάνιση του. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί η ασθένεια αυτή ως η μόνη υπεύθυνη για το 38% του δείγματος, που δεν ασχολείται με τον εαυτό του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τα άτομα που πάσχουν από την ασθένεια αυτή, δυστυχώς εμφανίζουν συνεχή και μέτριο πόνο, που επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους. Είναι δύσκολο όμως, να ποσοτικοποιηθεί ακριβώς η επιρροή της στην καθημερινότητα, διότι η ζωή και ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων είναι διαφορετικός σε κάθε άτομο. Η ποιότητα ζωής των ασθενών επηρεάζεται και από δευτερογενείς παράγοντες, όπως το μορφωτικό επίπεδο, αλλά και το κοινωνικό επίπεδο στήριξης, που δέχονται οι ασθενείς. Μάλιστα, εκείνοι με υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης, έχουν καλύτερη λειτουργικότητα σε σύγκριση με αυτούς που έχουν χαμηλότερο επίπεδο μόρφωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το κοινωνικό περιβάλλον του ασθενή μπορεί να έχει ευεργετικό ρόλο στην εξέλιξη της πάθησης, σε αντίθεση με τη χαμηλή κοινωνική υποστήριξη που μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Η ποιότητα ζωής των ασθενών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν όλοι αυτοί σε μια μελέτη. Γι’ αυτό το λόγο η παραπάνω έρευνα αποτελεί εφαλτήριο για περαιτέρω μελέτη σε αυτό το αντικείμενο.