Επιτομή:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο συνηθέστερος τραυματισμός σε αστάθεια ποδοκνημικής είναι το διάστρεμμα το οποίο πολλές φορές εάν δεν αποκατασταθεί άρτια είναι πιθανό να οδηγήσει σε χρόνια αστάθεια ποδοκνημικής. Ένα διάστρεμμα είναι πιθανό να προκληθεί τόσο σε μια αθλητική δραστηριότητα όσο και στην απλή καθημερινότητα. Ανάλογα το μέγεθος της βλάβης μπορεί να προκαλέσει πόνο οίδημα και άλλα δυσάρεστα συμπτώματα στον ασθενή. Η μέθοδος της αποκατάστασης, η υπομονή και η θέληση του ασθενή είναι τελικά αυτές που οδηγούν σε μια άριστη αποκατάσταση. Διαφορετικά ο κίνδυνος του επανατραυματισμού και μιας χρόνιας αστάθειας ποδοκνημικής μοιάζει να είναι το πιο πιθανό σενάριο
ΣΚΟΠΟΣ : Η παρούσα ερευνητική προσπάθεια έχει ως στόχο την μελέτη των εμβιομηχανικών προσαρμογών της άρθρωσης της ποδοκνημικής και τη σύγκριση αυτών μεταξύ πρόσθιας και οπίσθιας βάδισης σε άτομα με χρόνια αστάθεια ποδοκνημικής. Επίσης να ελεγχθεί κατά πόσο η κινητικότητα της ποδοκνημικής στο μετωπιαίο επίπεδο κατά την οπίσθια βάδιση, αποτελεί μια πιο ευαίσθητη μέθοδο αποκάλυψης λειτουργικών ασυμμετριών από τον έλεγχο στην κανονική βάδιση προς τα εμπρός.
ΜΕΘΟΔΟΣ: Μελετήθηκαν 30 ενήλικες ηλικιακού εύρους 18-21, ύψους 1,53-1,86 μέτρα και βάρους 42-90 κιλά. Υπήρχαν δύο ομάδες, η ομάδα ελέγχου (υγιείς) και η πειραματική ομάδα (άτομα με χρόνια αστάθεια ποδοκνημικής). Η ομάδα ελέγχου αποτελείται απο 10 γυναίκες και 7 άνδρες, και η πειραματική ομάδα από 8 γυναίκες και 5 άνδρες. Πραγματοποιήθηκε λήψη ιστορικού, συμπλήρωση ερωτηματολογίου απο τους παθολογικούς, κλινική εξέταση, διαγνωστικός υπέρηχος και αξιολόγηση ισορροπίας μέσω του δυναμοδάπεδου. Στην συνέχεια εγίνε 5λεπτη προθέρμανση οπίσθιας βάδισης, τοποθέτηση ειδικών ανακλαστήρων και τέλος οι μετρήσεις πρόσθιας και οπίσθιας βάδισης. Από τις μετρήσεις λήφθηκαν μέσου του συστήματος τρισδιάστατης κινηματικής ανάλυσης σε συνδυασμό με δυναμοδάπεδο δεδομένα για την ανάλυση της φάσης σήριξης. Στο τελικό στάδιο έγινε η εξαγωγή, οργάνωση και ανάλυση δεδομένω
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας δείχνουν ότι η Μ.Γ.Υ. της Ο.Ε. μειώθηκε σημαντικά στην οπίσθια βάδιση από 28° σε 24°(p=0,000). Επίσης φαίνεται ότι η Μ.Γ.Υ. του παθολογικού ποδιού της Π.Ο. αυξήθηκε σημαντικά στην οπίσθια βάδιση από 26° σε 37° (p=0,000). Ακόμη ένα αποτέλεσμα είναι ότι η Μ.Γ.Υ.του υγιούς ποδιού της Π.Ο. δεν μεταβλήθηκε σημαντικά από 31° σε 32° (p=0,632). Σε μια άλλη συσχέτιση διαπιστώθηκε πρώτον ότι η μεταβολή μεταξύ της πρόσθιας και της οπίσθιας βάδισης διέφερε σημαντικά μεταξύ της μεταβολής της ομάδας ελέγχου του πάσχοντος ποδιού (p=0,000) και δέν διέφερε σημαντικά με απο την μεταβολή του υγιούς ποδιού (p=0,070) της πειραματικής ομάδας. Δεύτερον διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της μεταβολής της προόσθιας και της οπίσθιας βάδισης μεταξύ του πάσχοντος και υγιούς ποδιού(p= 0,001). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ μέσου όρου της διαφοράς υγειούς-παθολογικού στην πρόσθια και διαφοράς υγιούς-παθολογικού στην οπίσθια. (p=0.001). Ενώ δεν βρέθηκε μεταξύ της μεταβολής από πρόσθια σε οπίσθια βάδιση του κυρίαρχου & μεταβολής του μη-κυρίαρχου ποδιού της ομάδας ελέγχου (p= 0.224). Η ANOVA έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ο.Ε. και των δυο ποδιών της Π.Ο. (F= 31,723, p= 0,000). Η μετα-ANOVA ανάλυση κατέδειξε ότι η Π.Ο. διέφερε σημαντικά από το πάσχον πόδι (p= 0,000) και όχι από το υγιές (p=0,070), ενώ υπήρξε σημαντική διαφορά και μεταξύ του πάσχοντος και του υγιούς ποδιού (p= 0,000).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν ότι οι προσαρμογές σε μετωπιαίο επίπεδο της ποδοκνημικής με χρόνια αστάθεια κατά την βάδιση βελτιώνονται λόγω της καθημερινότητας ενώ στην οπίσθια βάδιση για τον ακριβώς αντίθετο λόγο παραμένουν ίδιες. Το μη τραυματισμένο πόδι σε σύγκριση με το τραυματισμένο είχε μικρότερη μεταβολή της διαφοράς πρόσθιας με οπίσθιας βαάδισης και έτσι πιθανότατα η οπίσθια βάδιση μπορεί να εντοπίσει το παθολογικό σκέλος. Αλλά και να διαφοροποιεί μεταξύ ενός ατόμου με χρόνια αστάθεια και ενός ατόμου φυσιολογικού.