Επιτομή:
Η παρούσα πτυχιακή εργασία εστιάζεται σε έρευνα που αφορά μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά τυπικής ανάπτυξης σχολικής ηλικίας και συγκεκριμένα παιδιά Α΄ και Β΄ τάξης του δημοτικού, με σκοπό να διερευνηθεί ποιο είναι το επίπεδο των ικανοτήτων δίγλωσσων μαθητών σε σύγκριση με μονόγλωσσους μαθητές σε δραστηριότητες ανάγνωσης. Αναλυτικότερα, χορηγήσαμε ένα σταθμισμένο τεστ <<Ανίχνευσης και Διερεύνησης Αναγνωστικών Δυσκολιών>> του Κ. Δ. Πόρποδα σε 110 μαθητές από τους οποίους 50 είναι Έλληνόφωνοι μονόγλωσσοι μαθητές, 50 δίγλωσσοι Ρομά ή αλλιώς Τσιγγάνοι μαθητές και 10 δίγλωσσοι μαθητές αλβανικής καταγωγής.
Για να πραγματοποιηθεί η πιλοτική έρευνα το δείγμα συλλέχθηκε από 10 δημοτικά σχολεία του νομού Αχαΐας και αποτελούνταν από συνολικά 110 παιδιά σχολικής ηλικίας από τα οποία τα 42 φοιτούν στην Α΄ και τα υπόλοιπα 68 φοιτούν στη Β΄ τάξης Δημοτικού σχολείου. Στα αποτελέσματα της μελέτης φάνηκε να υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ της επίδοσης των δίγλωσσων και των μονόγλωσσων παιδιών, στις κλίμακες του σταθμισμένου τεστ οι οποίες αφορούσαν την αναγνωστική αποκωδικοποίηση, την αναγνωστική κατανόηση και την φωνολογική επίγνωση οι οποίες εξετάζονται στο παιδί μέσα από ασκήσεις ανάγνωσης συλλαβών και ψευδολέξεων, ανάγνωσης προτάσεων και επιλογή εικόνας, ανάγνωση και συμπλήρωση ελλιπών προτάσεων, διάκρισης φωνημάτων, κατάτμησης ψευδολέξεων σε φωνήματα και απαλοιφής φωνημάτων. Σε πολλά από τα δίγλωσσα παιδιά Τσιγγάνικης καταγωγής η επίδοσή τους στις παραπάνω δοκιμασίες ήταν εξαιρετικά χαμηλή και σύμφωνα με το διαγνωστικό διάγραμμα για τους τυπικούς βαθμούς οι επιδόσεις τους βρίσκονται στις κλίμακες χαμηλής και μέσης επίδοσης γεγονός που δεν εμφανίζεται στους μονόγλωσσους μαθητές. Σημαντικό φαινόμενο παρατηρήθηκε στους δίγλωσσους μαθητές αλβανικής καταγωγής καθότι το ποσοστό τους έφτασε αλλά και αρκετές φορές ξεπέρασε το ποσοστό των Ελλήνων μονόγλωσσων μαθητών.
Ακόμα, στην κατηγορία Βραχύχρονη μνήμη φωνολογικών πληροφοριών που περιλαμβάνει την μνήμη ακολουθιών αριθμών αλλά και την επανάληψη ψευδολέξεων που υπάρχει στο σταθμισμένο τεστ ανεξάρτητα εάν οι μαθητές ήταν μονόγλωσσοι ή δίγλωσσοι τα ποσοστά τους ήταν κοινά χωρίς μεγάλες διαφορές. Δηλαδή, το 28% του συνολικού δείγματος είχε μεσαία επίδοση και το 72% είχε υψηλή επίδοση.