Επιτομή:
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η δημιουργία ενός λογισμικού για την βελτίωση- συντήρηση της βραχύχρονης και προοπτικής μνήμης σε άτομα που βρίσκονται στο πρώιμο ή μεσαίο στάδιο άνοιας. Κατ’ επέκταση ο στόχος είναι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους, ώστε να μπορούν να παραμείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο ανεξάρτητοι, λειτουργικοί και να συμμετέχουν ενεργά στις καθημερινές δραστηριότητες τους.
Πυλώνας αυτής της προσπάθειας στάθηκε η εις βάθος μελέτη του θεωρητικού υποβάθρου της παρούσας μελέτης πάνω στην άνοια και την μνήμη, μέσα από βιβλιογραφικές αναφορές. Αφού καταστήθηκε σαφές ο ρόλος των δυο αυτών μεταβλητών ακολούθησε μία επισκόπηση προγενέστερων ερευνών, προκειμένου να επαληθευτούν ή μη , βιβλιογραφικά, οι στόχοι της ερευνητικής ομάδας.
Στην μελέτη έλαβαν μέρος δεκαπέντε(15) διαγνωσμένα άτομα με άνοια και δεκαπέντε (15) άτομα χωρίς άνοια. Το δείγμα λήφθηκε από τρεις πόλεις: Αθήνα, Θήβα, Χαλκίδα. Οι συνεδρίες πάνω στην πιλοτική λειτουργία της εφαρμογής διήρκησαν 2 εβδομάδες και μέσα στο χρονικό διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν 6 συνεδρίες των 30 λεπτών.
Πιο αναλυτικά, αρχικά δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο που στόχευε στην εύρεση των βασικότερων καθημερινών δραστηριοτήτων των ατόμων με άνοια της τρίτης ηλικίας. Έπειτα , χορηγήθηκε το σταθμισμένο ψυχομετρικό τεστ Montreal Cognitive Assessment (MoCA) για την αξιολόγηση των γνωστικών ικανοτήτων τόσο στον πληθυσμό των ανοϊκών όσο και στον πληθυσμό των τυπικών ατόμων. Τελευταίο στάδιο της έρευνας ήταν τόσο ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των βασικότερων καθημερινών δραστηριοτήτων σε τεχνολογικό περιβάλλον (υπολογιστής, tablet) , όσο και η εκμάθηση των συμμετεχόντων στον χειρισμό των μέσων αυτών.
Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα που συλλέχθηκαν, βρέθηκε ότι υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ ανοϊκών και τυπικών σε όλες τις παραμέτρους αλλά δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Τέλος , όσον αφορά τις εντυπώσεις των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα σημειώνεται, ότι παρά τη μικρή εξοικείωση τους με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν υπήρχε μεγάλη προθυμία και δεκτικότητα στο να συνεργαστούν και να εκπαιδευτούν ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Βέβαια ο περιορισμένος χρόνος εκπαίδευσης των συμμετεχόντων σε συνδυασμό με την άγνοια προς την χρήση των τεχνολογικών μέσων, αποτέλεσαν τροχοπέδη στην έρευνα και γι’ αυτό συστήνεται μια εκτενέστερη προσέγγιση με την οποία μπορούν τα δεδομένα των αποτελεσμάτων να σχολιαστούν εις βάθος χρόνου, πάνω σε αυτό το θέμα.