dc.description.abstract |
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αναδείξει τα αποτελέσματα δύο θεραπευτικών παρεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν σε αναλφάβητη ενήλικα με διαταραχή άρθρωσης, φωνολογίας και να διαπιστωθεί μέσω σύγκρισης αυτών, ποια θεραπεία είναι περισσότερο επικουρική ως προς την ενίσχυση της ομιλίας της. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που πραγματοποιήθηκαν, επιλέχθηκαν βάση του γλωσσικού προφίλ που παρουσιάζει η ασθενής, πρόκειται δηλαδή για κινητική-αρθρωτική θεραπευτική προσέγγιση εξ αιτίας της δυσπραξικούς φύσεως διαταραχής ομιλίας που παρουσιάζει και για φωνολογική προσέγγιση εξ αιτίας του πλήρη αναλφαβητισμού της.
Μέθοδος: Η έρευνα έχει την μορφή μελέτη περίπτωσης και εστιάζει σε μία αναλφάβητη ασθενή 50 ετών που πάσχει από Αχονδροπλασία και εμφανίζει διαταραχή ομιλίας και λόγου. Συγκεκριμένα παρουσιάζει διαταραχή συντονισμού των κινήσεων της ομιλίας και πλήρη έλλειψη φωνολογικής ενημερότητας. Πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση ως προς τον λόγο της, την ομιλία της, τα χαρακτηριστικά της ομιλίας της (φωνή), την ακοή της και τις γνωστικες της ικανότητες.
Μετά την πρώτη αξιολόγηση (πρώτος κύκλος,baseline) τέθηκε σε εφαρμογή η θεραπεία για την ενίσχυση της ομιλίας της, η οποία χωρίστηκε σε δύο προσεγγίσεις. Μετά την ολοκλήρωση της εκάστοτε προσέγγισης, ακολουθούσε επαναξιολόγηση ομιλίας και φωνής.
Το εντατικό πρόγραμμα θεραπείας εφαρμόστηκε για έξι εβδομάδες από τις οποίες οι πρώτες τρεις αφορούσαν την πραγμάτωση της κινηματικής-αρθρωτικής θεραπευτικής προσέγγισης (επαναλαμβανόμενη κινητική εξάσκηση, σχεδιασμός – επανάληψη, αρθρωτική νύξη, έλεγχος ρυθμού ομιλίας) και οι επόμενες τρεις αφορούσαν την πραγμάτωση της φωνολογικής προσέγγισης (αντιστοιχία γραφήματος – φωνήματος, αντίληψη ρίμας, προτασιακή/λεξική επίγνωση, συλλαβική επίγνωση, παραγωγή ρίμας, φωνημική επίγνωση).
Κατόπιν ολοκλήρωσης της κινηματικής -αρθρωτικής θεραπευτικής προσέγγισης, πραγματοποιήθηκε εκ νέου αξιολόγηση (δεύτερος κύκλος) ομιλίας και φωνής προκειμένου τα αποτελέσματά της να συγκριθούν με εκείνα της πρώτης αξιολόγησης(baseline).
Αφού μεσολάβησε μία πενθήμερη παύση, τέθηκε σε εφαρμογή η δεύτερη θεραπευτική προσέγγιση που αφορούσε την ενίσχυση της φωνολογίας της ασθενούς. Μετά την ολοκλήρωση και της δεύτερης προσέγγισης, πραγματοποιήθηκε μία τρίτη και τελευταία αξιολόγηση προκειμένου τα αποτελέσματα αυτής να συγκριθούν όχι μόνο με εκείνα της πρώτης(baseline) αλλά και με εκείνα της δεύτερης (κινηματική-αρθρωτική προσέγγιση) κι ως εκ τούτου να διαπιστωθεί ποια από τις δύο ενίσχυσε τελικά περισσότερο την ομιλία της ασθενούς.
Τα αποτελέσματα των δύο θεραπευτικών προσεγγίσεων αναδεικνύονταν μέσω της ανάλυσης των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων που πραγματοποιούνταν κατόπιν ολοκλήρωσης της κάθε μίας προσέγγισης. Η ανάλυση και σύγκριση, χωρίστηκαν σε τρία επίπεδα αξιολόγησης (φωνολογικό, κινητικό και ακουστικό) προκειμένου να αναδεικνύονται πιο ξεκάθαρα οι αλλαγές βελτίωσης ανά επίπεδο μετά το πέρας της εκάστοτε θεραπείας.
Αποτελέσματα: Η κινηματική-αρθρωτική θεραπευτική προσέγγιση ενίσχυσε την ομιλία της ασθενούς περισσότερο από την φωνολογική προσέγγιση. Η αποτελεσματικότητα της πρώτης προσέγγισης, υποστηρίζεται μέσα και από τα τρία επίπεδα σύγκρισης. Όσον αφορά το φωνολογικό επίπεδο, το συνολικό ποσοστό επιτυχίας που προκύπτει από το τεστ άρθρωσης-φωνολογίας, είναι κατά 4,3% υψηλότερο από το αντίστοιχο που προκύπτει κατόπιν ολοκλήρωσης της φωνολογικής θεραπείας. Η αποτελεσματικότητα της κινηματικής-αρθρωτικής προσέγγισης σε σύγκριση με τη φωνολογική, αναδεικνύεται και μέσω του κινητικού επιπέδου σύγκρισης. Για παράδειγμα, ο ρυθμός διαδοχοκίνησης παρουσιάζεται αυξημένος κατά 4, 6 και 3 επαναλήψεις για την παραγωγή των συλλαβών /pt/, /tk/ και /ptk/ αντίστοιχα. Παράλληλα, όσον αφορά το ακουστικό επίπεδο, κατόπιν ολοκλήρωσης της κινηματικής-αρθρωτικής προσέγγισης, παρατηρείται διεύρυνση του φωνηεντικού χώρου κι ως εκ τούτου μεγαλύτερη κίνηση της γλώσσας εντός της στοματικής κοιλότητας.
Από την άλλη μεριά, τα αποτελέσματα που προκύπτουν μετά το πέρας της φωνολογικής θεραπείας, φαίνεται να είναι είτε ελάχιστα μειωμένα, είτε ελάχιστα αυξημένα είτε σταθερά. Με άλλα λόγια, η ομιλία της ασθενούς παραμένει βελτιωμένη σε σύγκριση με την πρώτη της κλινική εικόνα, ωστόσο η φωνολογική θεραπεία φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο επικουρική όσο η κινηματική-αρθρωτική.
Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι η ασθενής ανταποκρίθηκε επιτυχώς στην κινηματική-αρθρωτική προσέγγιση. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε την αποτελεσματικότητα της φωνολογικής θεραπείας καθώς τα αποτελέσματα που προέκυψαν μετά την ολοκλήρωσής της δεν διαφέρουν σημαντικά αριθμητικά από εκείνα της πρώτης θεραπείας. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η πρώτη προσέγγιση ενίσχυσε την ομιλία περισσότερο καθώς αυτό υποστηρίζεται και μέσω των αποτελεσμάτων σε όλα τα επίπεδα σύγκρισης. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι η φωνολογική θεραπεία πραγματοποιήθηκε δεύτερη και όχι πρώτη, δεν δύναται να καταγραφεί ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε θεραπείας γιατί δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας αν η κινηματική-αρθρωτική προσέγγιση πραγματοποιούνταν δεύτερη και όχι πρώτη. |
el |