Επιτομή:
Εισαγωγή: Ελλείμματα στην ισορροπία και τη δύναμη έχει αποδειχθεί ότι συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης τραυματισμού. Για το λόγο αυτό, οι λειτουργικές δοκιμασίες ισορροπίας, δύναμης και ισχύος των κάτω άκρων αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των προαγωνιστικών ελέγχων των αθλητών κάθε ομάδας. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι διττός: α) να διερευνηθεί εάν ένα σύνολο από δοκιμασίες αξιολόγησης της ισορροπίας και των αλτικών επιδόσεων μπορούν να αποκαλύψουν, μέσω των πλευρικών ασυμμετριών, τους αθλητές εκείνους, που εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να τραυματιστούν, και β) αν οι επιδόσεις τους στις δοκιμασίες αυτές συσχετίζονται με την ηλικία και το αγωνιστικό επίπεδο.
Μεθοδολογία: 36 αθλητές καλαθοσφαίρισης (ηλικίας 18.25 ± 5.04 ετών) αξιολογήθηκαν κατά την προαγωνιστική περίοδο, με ένα σύνολο ετερόπλευρων λειτουργικών δοκιμασιών, που περιελάμβανε τη δοκιμασία Y-Balance Test (YBT), τριπλά μονοποδικά άλματα πρόσθια και σε πλάγιες κατευθύνσεις για απόσταση, κάθετα μονοποδικά άλματα και δοκιμασία στατικής μονοποδικής ισορροπίας, με ανοικτά και με κλειστά μάτια στο δυναμοδάπεδο. Το ερωτηματολόγιο Waterloo Footage Questionnaire-Revised χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό του σκέλους σταθερότητας, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως κυρίαρχο στην ερευνητική διαδικασία. Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών των αθλητών εξετάστηκαν για τυχόν πλευρικές ασυμμετρίες, που θα αποκάλυπταν πιθανή προδιάθεση για τραυματισμό. Παραμετρικές συγκρίσεις με τον έλεγχο students’ t-test για συζευγμένα δείγματα πραγματοποιήθηκαν για τη συσχέτιση μεταξύ των βαθμολογιών, που προέκυψαν για το κυρίαρχο και των αντίστοιχων για το μη κυρίαρχο κάτω άκρο. Ενώ, για τις μη παραμετρικές συγκρίσεις πραγματοποιήθηκε έλεγχος Wilcoxon signed rank test. Τέλος, έγινε συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας και των επιδόσεων στις δοκιμασίες με τη χρήση του Pearson’s r test, με το κριτήριο διαχωρισμού των υποομάδων στα 18 έτη.
Αποτελέσματα: Παρόλο που πολλοί από τους αθλητές εμφάνισαν πλευρικές διαφορές σε επιδόσεις πάνω από τα θεωρούμενα ασφαλή όρια, όπως αυτά προσδιορίζονται από προηγούμενες μελέτες, τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης ανέδειξαν μη στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κάτω άκρων (p>0.05 σε όλες τις περιπτώσεις). Ωστόσο, συσχετίζοντας τις επιδόσεις με την ηλικία αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην περίπτωση του τριπλού μονοποδικού άλματος προς προσαγωγή με το κυρίαρχο μέλος (p<0,037), αλλά και προσέγγιση της σημαντικότητας στη συσχέτιση της ηλικίας με την επίδοση στο τριπλό μονοποδικό άλμα εμπρός και το επιτόπιο άλμα σε ύψος με το ίδιο σκέλος (p<0,061 και p<0,059 αντίστοιχα). Επίσης, όσον αφορά τη σύγκριση των δύο ηλικιακών ομάδων, βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη δοκιμασία YBT για την πρόσθια κατεύθυνση με το μη κυρίαρχο μέλος (t=5,223; p=0,029). Το όριο στατιστικής σημαντικότητας άγγιξαν, ακόμη, για το ίδιο σκέλος η οπίσθια προσαγωγή του YBT (t=3,950; p=0,055) και το κάθετο άλμα (t=3,958; p=0,055).
Συμπεράσματα: Η ομάδα των αθλητών που αξιολογήθηκε δεν παρουσιάζει αξιοσημείωτες ασυμμετρίες ως σύνολο, ωστόσο, μεταξύ των ηλικιακών ομάδων, οι ενήλικες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό πλευρικές συμμετρίες στο YBT και στα κατακόρυφα άλματα, σε αντίθεση με τους ανήλικους, οι οποίοι παρουσιάζουν περισσότερες ασύμμετρες επιδόσεις στα τριπλά μονοποδικά άλματα. Οι ηλικιακά και αγωνιστικά ωριμότεροι αθλητές φέρονται να έχουν καλύτερες επιδόσεις στις δοκιμασίες με το μη κυρίαρχο σκέλος. Η συσχέτιση των επιδόσεων με την ηλικία αποτελεί ξεκάθαρα σημείο προσοχής στα μονοποδικά άλματα με το κυρίαρχο σκέλος, ιδίως στην πλάγια κατεύθυνση προς προσαγωγή. Πιθανολογείται, συνεπώς, ότι η ηλικιακή ωρίμανση, η αύξηση του όγκου προπόνησης και η συγκέντρωση εμπειρίας συντελούν σε προσαρμογές και στα δύο μέλη, με την εξειδίκευση να μεγιστοποιείται για το κυρίαρχο. Συνεπώς, τα τριπλά μονοποδικά άλματα, που μελετήθηκαν πρώτη φορά σε ανάλογη αξιολόγηση αθλητών, φέρονται να έχουν χρησιμότητα στην αποκάλυψη των ασυμμετριών, καθώς επίσης, ενισχύεται η χρησιμότητα των υπολοίπων λειτουργικών δοκιμασιών. Η ενσωμάτωση ετερόπλευρων ασκήσεων νευρομυϊκής επανεκπαίδευσης προτείνεται με σκοπό την πρόληψη τραυματισμών. Περαιτέρω διερεύνηση, ωστόσο, φαίνεται να απαιτείται σε σχέση με τα όρια επικινδυνότητας κάθε δοκιμασίας, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των αθλητών και του αγωνίσματος.