Επιτομή:
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στη σημερινή ραγδαία αναπτυσσόμενη κοινωνία, το σχολείο καλείται να ανταποκριθεί αποκτώντας ένα νέο πρόσωπο, πιο δυναμικό και καινοτόμο. Κατά συνέπεια, και ο διευθυντής οφείλει να επιτελέσει έργο μεγάλης ευθύνης προκειμένου να πετύχει την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της σχολικής μονάδας. Οι εκπαιδευτικοί αν και γνωρίζουν την σπουδαιότητα του διευθυντικού ρόλου, δεν τολμούν όλοι να εκδηλώσουν επιθυμία ανάληψης μιας τέτοιας θέσης. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει τη διάθεση των μόνιμων εκπαιδευτικών για ανάληψη διευθυντικής θέσης στα Δημοτικά σχολεία.
Ως καταλληλότερη μέθοδος προσέγγισης επιλέχθηκε η ποιοτική ανάλυση με ερευνητικά εργαλεία τη θεματική ανάλυση μέσω των θεματικών δικτύων και την ημιδομημένη προσωπική και τηλεφωνική συνέντευξη δεκατεσσάρων εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Από την ανάλυση προέκυψαν διάφορα κίνητρα ώθησης των εκπαιδευτικών στην ανάληψη διευθυντικής θέσης και ενδεικτικά ως πιο ισχυρά διαπιστώθηκαν η διάθεση προσφοράς στον χώρο της εκπαίδευσης και η έντονη επιθυμία για διοίκηση, ενώ ορισμένα από τα σπουδαιότερα αντικίνητρα για όσους δεν εκφράζουν διάθεση να γίνουν διευθυντές προέκυψαν η προτίμηση της διδασκαλίας στην τάξη και η επιθυμία αποφυγής άγχους. Οι θετικές ή αρνητικές εμπειρίες που έχουν οι εκπαιδευτικοί από άλλους διευθυντές για κάποιους λειτουργούν ως κίνητρο-αντικίνητρο ανάληψης διευθυντικής θέσης ενώ για άλλους όχι. Επιπλέον, από την έρευνα αναδείχθηκαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεξιότητες, γνώσεις και προσόντα που διαθέτουν οι διευθυντές. Τέλος στην προσπάθεια διερεύνησης της πιθανότητας αλλαγής της διάθεσης των εκπαιδευτικών για τη συγκεκριμένη θέση, προέκυψε ότι σχεδόν όλοι όσοι το έχουν τολμήσει δεν μετανιώνουν, ενώ αντίθετα όσοι δεν έχουν γίνει διευθυντές εκφράζουν την πιθανότητα αλλαγής της διάθεσής τους στο μέλλον μόνο αν αλλάξουν κάποιοι βασικοί λόγοι που αυτή τη στιγμή αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα γι’ αυτούς.