Επιτομή:
Εισαγωγή: Η πρόσθια εν τω βάθει μυοπεριτονιακή γραμμή, βρίσκεται ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πλευρική γραμμή στο μπροστινό επίπεδο, σφηνωμένη μεταξύ της πρόσθιας επιφανειακής γραμμής και της οπίσθιας επιφανειακής γραμμής στο οβελιαίο επίπεδο. Περιβάλλεται από σπειροειδείς γραμμές και λειτουργικές γραμμές. Η πρόσθια εν τω βάθει μυοπεριτονιακή γραμμή σταθεροποιεί όλα τα τμήματα των ποδιών, συμπεριλαμβανομένου του ισχίου καθώς όμως και την θωρακική περιοχή αλλά και την οσφυϊκή περιοχή. Τέλος περιέχει επίμονες στατικές μυϊκές ίνες και λειτουργεί για σταθεροποίηση με μια πιο σταθερή μορφή περιτονίας. Η μειωμένη λειτουργία στην πρόσθια εν τω βάθει μυοπεριτονιακή γραμμή μπορεί να είναι η αιτία πολλών πρόσφατων τραυματισμών και περίπλοκων προβλημάτων που δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. (Myers, 2014)
Οι μύες και οι τένοντες τους, μαζί με τις περιτονίες που τους περιβάλλουν , ευθύνονται κατά κύριο λόγο για τον περιορισμό του εύρους κίνησης. Οι ειδικές Φ/Θ τεχνικές μυοπεριτονιακής απελευθέρωσης (ERGON TECHNIQUE) συμβάλλουν στη βελτίωση του εύρους κίνησης των αρθρώσεων, της τοπικής αιμάτωσης, της ελαστικότητας των μαλακών μορίων και όλου του συστήματος της περιτονίας.
Σκοπός: Η αξιολόγηση του τρόπου που επιδρούν οι τεχνικές μαλακών μορίων ERGON IASTM TECHNIQUE με ειδικό εξοπλισμό στη πρόσθια εν το βάθει μυοπεριτονιακή γραμμή με έμφαση στη βελτίωση της ελαστικότητας των προσαγωγών μυών του ισχίου.
Μεθοδολογία: Στην έρευνα μας, συμμετείχαν 40 ενήλικα άτομα, ανεξαρτήτου φύλου, με τυχαία επιλογή από όλη την περιφέρεια Αττικής. Όλοι οι συμμετέχοντες κρίθηκαν υγιείς χωρίς ιστορικό τραυματισμών. Πριν την έναρξη των διαδικασιών της θεραπείας μας, αξιολογήθηκε με γωνιόμετρο το ενεργητικό καθώς και το παθητικό εύρος τροχιάς της απαγωγής του ισχίου σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Το δεξί κάτω άκρο επιλέχθηκε ως το άκρο παρέμβασης, ενώ το αριστερό ως άκρο ελέγχου, για την διασφάλιση της ορθότητας των αποτελεσμάτων. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε ύπτια θέση σε κρεβάτι φυσικοθεραπείας ενώ το εύρος τροχιάς της απαγωγής του ισχίου μετρήθηκε σε 0 μοίρες κάμψης του ισχίου καθώς και σε 90 μοίρες κάμψης και για τα δύο κάτω άκρα. Τα άτομα χωρίστηκαν με τυχαίο τρόπο σε 2 υποομάδες των 20 ατόμων. Η πρώτη ερευνητική υποομάδα υποβλήθηκε σε μυοπεριτονιακή θεραπεία στη περιοχή των προσαγωγών μυών του ισχίου, ενώ η δεύτερη υποομάδα, στη ευρύτερη περιοχή όπου εδράζονται οι σκαληνοί μύες.
Ακολούθησαν θεραπείες διάρκειας των 15 λεπτών, μια για κάθε ασθενή, με την εφαρμογή των τεχνικών κινητοποίησης μαλακών μορίων ERGON TECHNIQUE. Μετά το πέρας κάθε συνεδρίας πραγματοποιούνταν εκ νέου μετρήσεις εύρους τροχιάς των απαγωγών του ισχίου με σκοπό την σύγκριση των αποτελεσμάτων πριν και μετά από κάθε παρέμβαση.
Αποτελέσματα: Τα κύρια ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση στις επιδράσεις της θεραπευτικής εφαρμογής ERGON technique ανάμεσα στην απομακρυσμένη και τοπική θεραπεία. Ειδικότερα η απομακρυσμένη θεραπεία οδήγησε σε σημαντικά μεγαλύτερη βελτίωση στο ενεργητικό εύρος τροχιάς της απαγωγής ισχίου συγκριτικά με την τοπική θεραπεία των στις 0ο (t=2,204, p=0,040) και 90ο (t=2,53, p=0,020) και στο παθητικό εύρος τροχιάς στις 90ο (t=3,23, p=0,004). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των θεραπειών στο παθητικό εύρος τροχιάς στις 0ο αξιολόγησης (t=0,661, p=0,517). Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση στις επιδράσεις της θεραπευτικής εφαρμογής ERGON technique στο άκρο της πλευράς που δεν έλαβε θεραπεία (αριστερή πλευρά-άκρο ελέγχου) και σε όλες τις μετρήσεις. Αντίθετα η εφαρμογή της Τεχνικής στην δεξιά πλευρά οδήγησε σε σημαντική βελτίωση της απαγωγής ισχίου σε όλες τις μετρήσεις (ενεργητική- παθητική μέτρηση στις 0ο και 90ο) στο δεξιό άκρο.
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας επιβεβαίωσαν την παραπάνω ερευνητική υπόθεση ότι η εφαρμογή απομακρυσμένης μυοπεριτονιακής θεραπείας με ειδικό εξοπλισμό ergon technique στην περιοχή των σκαληνών μυών, είναι αποτελεσματικότερη σε σχέση με την εφαρμογή θεραπείας τοπικά στην περιοχή των προσαγωγών μυών του ισχίου, στη βελτίωση του εύρους κίνησης της απαγωγής του ισχίου. Για την ενίσχυση της αξιοπιστίας και επιβεβαίωσης της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων μελλοντικά θα πρέπει να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες είτε μεμονωμένα για κάθε εφαρμογή, είτε συνδυαστικά.