Επιτομή:
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μεταξύ 4,0 και 5,0 ετών παρουσιάζουν μια πληθώρα χαρακτηριστικών που αφορούν τον λόγο και την ομιλία τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά πολλές φορές συνάδουν με την χρονολογική τους ηλικία. Από την άλλη όμως, υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών κατά τις οποίες τα χαρακτηριστικά της ομιλία τους αντιστοιχούν σε μικρότερη χρονολογική ηλικία, γεγονός που επιβεβαιώνει καθυστέρηση στα στάδια ανάπτυξης στον τομέα του λόγου και της ομιλίας. Βαθύτερα ελλείμματα που ενδέχεται να παρουσιάζουν ορισμένα παιδιά στις αναπαραστάσεις, αντικατοπτρίζονται στην ομιλία τους. Αυτό έχει αποτέλεσμα να μην γίνονται καταληπτοί πολλές φορές κατά την επικοινωνία με τους γύρω τους. Υπάρχει μια ποικιλία γλωσσικών διαταραχών στις οποίες εντάσσονται διάφορα ελλείμματα που παρουσιάζονται στον προφορικό λόγο των παιδιών αυτών.
Η παρούσα μελέτη, επικεντρώθηκε σε παιδιά που παρουσιάζουν τυπική ανάπτυξη και σε παιδιά που παρουσιάζουν γλωσσική διαταραχή, ηλικίας 4,0 εως 5,0 ετών. Χορηγώντας μια σειρά σταθμισμένων αξιολογητικών εργαλείων και άτυπων δομημένων δοκιμασιών, οι συμμετέχοντες της μελέτης χωρίστηκαν ισόποσα στις δύο ομάδες (τυπικής ανάπτυξης και γλωσσικής διαταραχής) με κριτήριο τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την αξιολογητική διαδικασία. Μέσω των εργαλείων που χορηγήθηκαν, στόχος ήταν να διαπιστωθεί ποια από τις δύο ομάδες ενδέχεται να παρουσιάσει μαθησιακές δυσκολίες, μετέπειτα κατά την σχολική ηλικία.
Αναλύοντας το Ψυχογλωσσολογικό Μοντέλο των Stackhouse και Wells (1997), η ερευνητική ομάδα ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τον τομέα στον οποίο ενδέχεται να οφείλονται τα ελλείμματα της εκάστοτε ομάδας λαμβάνοντας υπ΄όψιν την τρέχουσα διαδικασία. Εξετάζοντας σε βάθος τις αναπαραστάσεις έγινε κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και κατ΄επέκταση πως επηρεάζουν την ομιλία των παιδιών. Οι τυχόν αλλοιώσεις των φωνολογικών χαρακτηριστικών που παρατηρούνται στα παιδιά με γλωσσικές διαταραχές στον προφορικό τους λόγο ενδέχεται να μεταφερθούν μελλοντικά στον γραπτό τους λόγο γεγονός που προκαλεί ανησυχίες για τις μαθησιακές τους επιδόσεις. Η έγκαιρη αναγνώριση των ελλειμμάτων τους και η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών αποτελούν παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν θετικά στην εξάλειψή τους.