Επιτομή:
Η δύναμη λαβής και η ποιότητα ζωής είναι δυο παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν καθώς μπορούν να επηρεάσουν κατά πολύ την καθημερινότητα του ανθρώπου και τη συνολική του υγεία. Οι αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς αποτελούν ένα μέρος του πληθυσμού, που παρουσιάζει ευπάθεια καθώς η αιμοκάθαρση έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οργανισμό, οι οποίες τον καθιστούν αδύναμο.
Σκοπός:
Η παρούσα μελέτη έχει ως στόχο, την καταγραφή και την αξιολόγηση της δύναμης λαβής και της ποιότητας ζωής στους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλοντε σε αιμοκάθαρση. Η συσχέτιση αυτών, οδηγεί σε συμπεράσματα για τη γενική υγεία του συγκεκριμένου πληθυσμού και για επιπλέον στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν. Δευτερεύων στόχος είναι η καταγραφή πιθανών φυσικοθεραπευτικών παρεμβάσεων.
Μεθοδολογία:
Η παρούσα ερευνητική εργασία ανήκει στο είδος των συγχρονικών ερευνών (cross sectional) και πραγματοποιήθηκε στο χώρο της Μονάδας Χρόνιας Αιμοκάθαρσης «ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ» κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020. Το δείγμα αποτελείται από 54 ενήλικες (39 άνδρες και 15 γυναίκες) με μέσο όρο ηλικίας 71.2±10.9 έτη. Για την μέτρηση της δύναμης λαβής χρησιμοποιήθηκε δυναμόμετρο λαβής (Saehan Seoul, Korea) και για την καταγραφή της ποιότητας ζωής χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από όλους τους συμμετέχοντες. Κάθε ασθενής για την συμμετοχή του στην έρευνα, συμπλήρωσε έντυπο συγκατάθεσης και είχε την δυνατότητα διακοπής της συμμετοχής του όποτε το επιθυμούσε. Η στατιστική ανάλυση έγινε μέσω του προγράμματος SPSS έκδοση 20.0.
Αποτελέσματα:
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν αναδεικνύουν μειωμένη δύναμη λαβής τόσο στους άνδρες (21.8±12.5kg) όσο και στις γυναίκες (12.04±7.2kg) συγκριτικά με τις νόρμες (24.4-43.9kg για άνδρες και 17.1-27.8kg για τις γυναίκες). Ακόμη παρατηρείται ισχυρή συσχέτιση μεταξύ ηλικίας και δύναμη λαβής (r= 0.4; p≤0.001).
Συμπεράσματα:
Το κλινικό αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, φαίνεται να είναι ότι τα επίπεδα δύναμης λαβής στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς είναι πολύ χαμηλά. Το γεγονός αυτό, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος είναι πιθανώς σαρκοπενικοί.
Απαραίτητη κρίνεται περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού και αξιολόγηση-συσχέτιση με περισσότερα είδη μετρήσεων.