dc.description.abstract |
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, μελετήθηκαν δύο διαφορετικές περιπτώσεις ασθενών με δυσαρθρία κατά την ελεύθερη συζήτηση και έπειτα τα δεδομένα που συλλέχθηκαν συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Οι συμμετέχοντες είναι μία κοπέλα 15 ετών (Μ.), με οξεία νεκρωτική εγκεφαλοπάθεια, και ένας άνδρας 45 ετών (Β.), με παρεγκεφαλιδική δυσαρθρία. Κατά την ελεύθερη συζήτηση, η Μ. μιλάει πολύ αργά, επιμηκύνει συλλαβές και παρουσιάζει αυξημένη ρινικότητα που επηρεάζουν τη φυσικότητα και την καταληπτότητα. Ο Β. παρουσιάζει δυσκολία συντονισμού αναπνοής και φώνησης, ψιθυριστή ομιλία, και μειωμένες εναλλαγές ύψους και έντασης φωνής. Και σε αυτήν την περίπτωση επηρεάζεται η φυσικότητα και η καταληπτότητα της ομιλίας.
Η συλλογή των δεδομένων και στις δύο περιπτώσεις ασθενών, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια ηχογράφησης μέσω συνέντευξης από τον λογοθεραπευτή για την λήψη δειγμάτων συνεχόμενης ομιλίας. Τα δείγματα που αντιστοιχούν στους ασθενείς, είναι ίσης διάρκειας, περίπου 10 λεπτών για τον κάθε ένα και αναλύονται ακουστικά μέσω του προγράμματος Praat.
Σκοπός της εργασίας είναι να απαντηθούν τα τρία ερωτήματα που είχαν τεθεί εξ΄αρχής. Το πρώτο αφορά στην ανάλυση της δομής και του μεγέθους των αναπνευστικών ομάδων των ασθενών, των παύσεων και της ταχύτητας ομιλίας τους, και πώς αυτά τα προσωδιακά χαρακτηριστικά επηρεάζονται από τη δυσαρθρία. Τα υπόλοιπα δύο αφορούν τα μοτίβα ηχηρότητας, σε επίπεδο φωνηέντων και συμφώνων (έκκροτα) αντίστοιχα. Το δεύτερο σχετίζεται με τον υπολογισμό του ποσοστού άηχων φωνηέντων που αντιστοιχεί σε κάθε ασθενή κατά την συνεχόμενη ομιλία. Το τρίτο ερώτημα, αφορά τους χρόνους κλεισίματος και τους χρόνους έναρξης φώνησης των άηχων εκκρότων των δύο ασθενών. Επιπλέον τα δεδομένα συγκρίνονται και με δεδομένα από φυσικό ομιλητή, που συνέλλεξε ο λογοθεραπευτής.
Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την ύπαρξη διαφοράς στη δομή και το μέγεθος των αναπνευστικών ομάδων, των παύσεων και της ταχύτητας ομιλίας μεταξύ των δύο ασθενών αλλά και την επίπτωση της δυσαρθρίας στη προσωδία. Κατά την ελεύθερη ομιλία, η Μ. παίρνει πολύ συχνά αναπνοή και χρησιμοποιεί υπερβολικά πολλές αναπνευστικές ομάδες μικρής διάρκειας και με μειωμένο αριθμό συλλαβών σε σχέση με τον Β. Ο Β. συχνά χρησιμοποιεί ψιθυριστή ποιότητα φωνής και κάνει πολλές αηχοποιήσεις φωνηέντων και συμφώνων.
Και οι δύο ασθενείς παρουσιάζουν νούμερα που αντιστοιχούν σε παθολογικούς χρόνους κλεισίματος και χρόνους έναρξης φώνησης κατά την εκφορά άηχων εκκρότων σε σχέση με έναν τυπικό ομιλητή. |
el |