Επιτομή:
Η παρούσα πτυχιακή εργασία συγγράφηκε στα πλαίσια των σπουδών μου στο τμήμα Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Ανώτατου Τεχνολογικού Ιδρύματος Μεσολογγίου. Πραγματεύεται την υπεραξία της επιχείρησης (Goodwill ή αλλιώς «φήμη και πελατεία») , κατά τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, καθώς και με βάση την Ελληνική νομοθεσία.
Η υπεραξία αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα του επιστημονικού πεδίου της λογιστικής για κοντά ενάμιση αιώνα. Στον υπεραιωνόβιο αυτό διάλογο για την υπεραξία έχουν δοθεί διάφορές ερμηνείες για τη φύση της και έχουν προταθεί διάφορες μέθοδοι για τον λογιστικό χειρισμό της. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, παρά την πρωτοφανή διεθνή σύγκλιση των λογιστικών κανόνων, η υπεραξία συνεχίζει να αποτελεί το «αγκάθι» του ισολογισμού. Στα 130 χρόνια που πέρασαν από την πρώτη αναφορά της στη βιβλιογραφία για τη λογιστική δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους μελετητές: το πρώτο αφορά τη φύση της ή αλλιώς τη αντιπροσωπεύει, ενώ το δεύτερο αφορά το λογιστικό χειρισμό της ή εναλλακτικά πως αποτιμάται (τόσο κατά την αρχική της αναγνώριση, όσο και μεταγενέστερα).
Με τα χρόνια, υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια που εκφράζεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η υπεραξία για λογιστικούς σκοπούς. Επειδή η υπεραξία είναι μερικές φορές ένα τεράστιο στοιχείο της τιμής αγοράς μιας επιχείρησης (ιδίως στην περίπτωση των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων), η απόσβεση της υπεραξίας μπορεί να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στο καθαρό εισόδημα του αγοραστή.