Επιτομή:
Η παρούσα εργασία διεξήχθη στην Αθήνα κατά το διάστημα 2012 – 2013. Κύριος πυρήνας της είναι η προσέγγιση του βασικού θεωρήματος των Modigliani – Miller (MM) για την κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, καθώς και ο βαθμός που οι προσεγγίσεις των δύο συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σύγχρονης κεφαλαιακής διάρθρωσης.
Στη προσπάθεια να μελετήσουμε, να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα την ουσία του θέματος,στηριχτήκαμε για την εργασία αυτή κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία και ελάχιστα στην ξενόγλωσση, παραθέτοντας εκτός από τις προσεγγίσεις των Modigliani -Miller, και άλλες θεωρίες κεφαλαιακής διάρθρωσης, στατιστικά στοιχεία και εκτιμήσεις.
Μέσα από τη μελέτη των διαφόρων θεωριών και προσεγγίσεων της κεφαλαιακής διάρθρωσης τίθεται ο στόχος του προσδιορισμού, της αναλογίας των πηγών χρηματοδότησης μιας επιχείρησης με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων και της έκτασης κατά την οποία οι δραστηριότητες της επιχείρησης χρηματοδοτούνται μέσω των μακροπρόθεσμων πηγών χρηματοδότησης. Λαμβάνοντας υπόψη τη βασική θεωρία των Modigliani–Miller καθώς και κάποιες από τις κυριότερες θεωρίες κεφαλαιακής διάρθρωσης που εμφανίζονται στη βιβλιογραφία των τελευταίων εικοσιπέντε ετών (θεωρία trade-off,θεωρία peckingorder, θεωρία κόστους αντιπροσώπευσης κ.α.), η παρούσα μελέτη έχει επίσης σκοπό την ανάπτυξη των κυριότερων παραγόντων που επηρεάζουν τη κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων και το πόσο αυτή έχει διαφοροποιηθεί κατά το πέρας των χρόνων επηρεασμένη των διαφόρων αυτών θεωριών.
Όπως προαναφέραμε η παρούσα μελέτη έχει σκοπό τη προσέγγιση του θέματος σε θεωρητικό πλαίσιο, ενώ αναπτύσσεταιμέσα στα επόμενα έξι κεφάλαια. Το ξεκίνημα γίνεται στο πρώτο κεφάλαιο με την αναφορά των βασικών ορισμών και εννοιών της κεφαλαιακής διάρθρωσης καθώς και τη συσχέτισή της με την έννοια της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης. Μελετώνται επίσης η σχέση κεφαλαιακής αξίας και δομής της επιχείρησης και οι δείκτες της κεφαλαιακής διάρθρωσης.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι προσεγγίσεις των Modigliani – Miller (ΜΜ)με φόρους και χωρίς φόρους. Τη κριτική και τις αντιδράσεις που δέχτηκαν οι θεωρίες αυτές από άλλουςοικονομολόγους λόγω των σημαντικών περιοριστικών υποθέσεών τους αφού θεωρήθηκαν μη ρεαλιστικές, αναφέρονται επίσης στο κεφάλαιο αυτό.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται παράθεση και των άλλων σημαντικών θεωριών κεφαλαιακής διάρθρωσης, πλην αυτής των ΜΜ, όπως η θεωρία trade – off, η θεωρία peckingorder, αυτή του κόστους αντιπροσώπευσης και η θεωρία της σήμανσης, καθώς επίσης και εκείνη του markettiming.
Τα προβλήματα που προκύπτουν σε περίπτωση υπερβολικού δανεισμού των επιχειρήσεων γνωστά ως χρηματοοικονομικές δυσχέρειες αναφέρονται στο τέταρτο κεφάλαιο όπως και η μερισματική πολιτική που αυτές ακολουθούν. Εξετάζεται επίσης η επίδραση της τελευταίας στην αξία της επιχείρησης και τις επιλογές των επενδυτών, υπό το πρίσμα τριών θεωριών. Τη θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης, εκείνη του «καλύτερα πέντε και στο χέρι» και τέλος τη θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος.
Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται οι τρεις χρηματοοικονομικοί δείκτες και η επίδρασή τους στο καθορισμό στόχων χρέους καθώς επίσης και οι εμπειρικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ευρώπη και Ελλάδα και αφορούσαν στη μέθοδο κεφαλαιακής διάρθρωσης που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν οι επιχειρήσεις των χωρών που πήραν μέρος.
Τα συμπεράσματα και οι προτάσεις που προέκυψαν από τη συγκεκριμένη μελέτη αναπτύσσονται στο έκτο κεφάλαιο αυτής εδώ της εργασίας.